Ενα μικρό αλλά θαυμαστό δοκίμιο του Τζορτζ Στάινερ με τίτλο «Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης» κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Scripta (μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας). Στο βιβλίο αυτό του Στάινερ αναφέρεται το ακόλουθο κείμενο του ιταλού φιλοσόφου Ρέμο Μποντέι, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «IlSole 24 Ore».
Δεν μπορούμε ποτέ να πάψουμε να σκεφτόμαστε, όπως δεν μπορούμε και να πάψουμε να αναπνέουμε. Ωστόσο, αυτό το ασυγκράτητο ρεύμα της σκέψης, που το θεωρούμε βαθύτερα και ουσιαστικά δικό μας, όχι μόνον μας διαφεύγει αλλά και μας εμπλέκει σε άλυτες αντιφάσεις. Η σκέψη είναι πράγματι μέσα μας και έξω από μας, προσωπική και ανώνυμη, μύχια και ξένη. Αν θελήσουμε να απελευθερωθούμε από αυτήν -να φτάσουμε στην κενότητα, όπως μας προτείνουν ορισμένοι μυστικιστές- δεν θα το κατορθώσουμε. Ισως μόνον οι μικροί νυκτερινοί θάνατοι του ύπνου χωρίς όνειρα επιτρέπουν ακούσιες διακοπές. Καθώς μας λείπει όμως η συνείδηση, δεν είμαστε σε θέση να πειραματιστούμε με αυτές τις απουσίες. Αυτή η αδυναμία να κυριαρχήσουμε και να κατανοήσουμε αυτό που φαίνεται να μας ανήκει ως προνόμιο του είδους homosapiens αποκαλύπτει το «σκοτεινό θεμέλιο» πάνω στο οποίο βασίζονται η ταυτότητά μας και η γνώση μας.
Επαναλαμβάνοντας εκφράσεις του Σέλινγκ, ο Στάινερ υποστηρίζει ότι η σκέψη είναι αναπόσπαστη από μία «βαθιά, ακατάλυτη μελαγχολία». Ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι είναι ακριβώς μια τέτοια μελαγχολία αυτή που τροφοδοτεί τη δημιουργικότητα. Δεν υπάρχει ωστόσο καμιά συνταγή για να διδάξουμε τη δημιουργικότητα, η οποία φαίνεται, σύμφωνα με τον Στάινερ, «να γεννιέται από "προσκρούσεις", από κβαντικά άλματα στη γωνία μεταξύ υποσυνειδήτου και συνειδητού, μεταξύ του τυπικού και του οργανικού σε ένα παιχνίδι και μια "ηλεκτρική" τέχνη ψυχοσωματικών φορέων, που ως επί το πλείστον είναι απρόσιτοι τόσο για τη βούλησή μας όσο και για την κατανόησή μας». Η ικανότητα στη χρήση του λόγου και των γλωσσών είναι, το πολύ, στοιχεία τελειοποίησης της δημιουργικότητας. Διαφορετικά από όσα πιστεύουν οι αναλυτικοί φιλόσοφοι ή οι θεωρητικοί της «γλωσσικής στροφής», η σκέψη δεν συμπίπτει ολικά με τη γλώσσα. Φαίνεται να απλώνει τις προ-γλωσσικές ρίζες της στα βάθη του σώματος ή του ασυνειδήτου, στις φάσεις -που δεν μπορούν να αποδοθούν με λόγια- οι οποίες προηγούνται της άρθρωσης της γλώσσας.
Με τη σειρά της η γλώσσα, με το απρόβλεπτο άνοιγμα και τους νέους συνδυασμούς της, «είναι εχθρική απέναντι στο μονόχρωμο ιδεώδες της αλήθειας. Είναι γεμάτη αμφισημία, πολυφωνικές συγχρονίες. Της αρέσουν τα δημιουργήματα της φαντασίας, οι κατασκευές ελπίδας και μελλοντικότητας, για τις οποίες δεν υπάρχει καμιά απόδειξη». Τα «ζωτικά ψεύδη» της φτάνουν ώς το σημείο να αρνούνται τον θάνατο και να οικοδομούν εναλλακτικούς κόσμους που ακολουθούν τις διαδρομές της επιθυμίας.
Παρ' όλο που η σκέψη είναι βασισμένη σε κανόνες τους οποίους θεωρούμε καθολικούς και κοινούς και παρ' όλο που τα περιεχόμενά της τα έχουν σκεφτεί εκατομμύρια φορές άλλοι άνθρωποι (είναι «μεταχειρισμένα εμπορεύματα») κανείς δεν είναι αληθινά σε θέση να διεισδύσει στις σκέψεις και τις προθέσεις ενός άλλου, ακόμη και στις στιγμές της μεγαλύτερης οικειότητας (στον έρωτα ή στη φιλία). Η πρωτοτυπία μιας σκέψης και η συμβολή μιας «ιδιοφυΐας» σχετίζονται περισσότερο με τη μορφή, στο βαθμό που το περιεχόμενο μπορεί να το έχουν σκεφτεί πολλές φορές απλοί άνθρωποι, χωρίς να έχουν την ικανότητα να το εκφράσουν. Οι σκέψεις είναι πράγματι σαν «σπόροι» διασκορπισμένοι όχι μόνον στον αέρα αλλά ακόμα και μέσα στο νου μας.
«Η σκέψη είναι απεριόριστη. Μπορούμε να σκεφτούμε τα πάντα για τα πάντα», γράφει ο Στάινερ. (Γι' αυτό, προσθέτω, από τον Λοκ ώς τον Καντ, η φιλοσοφία προσπαθεί να προσδιορίσει τα όρια μιας σκέψης που θα αντιστοιχεί στην εμπειρία). Αυτό το απεριόριστο της σκέψης αποκαλύπτεται όμως ότι είναι μια «ατελής απεραντοσύνη», επειδή αγνοούμε ώς πού φτάνει η σκέψη όσον αφορά το σύνολο της πραγματικότητας. Αναδύεται έτσι η βάσιμη υποψία ότι οι απαντήσεις που δίνουμε στα πιο σημαντικά ερωτήματα, εκείνα που χαρακτηρίζουν τον ανθρώπινο πολιτισμό (η ύπαρξη Θεού, το νόημα της ζωής) δεν είναι παρά «παιδαριώδεις μυθοπλασίες». Ενώ παρουσιάζεται ως παντοδύναμη, η σκέψη εμπερικλείει ωστόσο ένα τρομερό και ανησυχητικό κενό νοήματος και αξιοπιστίας. Και όμως, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν ικανοποιητικές λύσεις, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έγκειται ακριβώς στο ότι δεν κουράζεται να συνεχίζει να ρωτάει.
Οι επιστήμες, η φιλοσοφία, η θεολογία δεν κατορθώνουν να δώσουν εκείνες τις απαντήσεις τις οποίες όμως διαισθανόμαστε ακαθόριστα στη μουσική, χωρίς να μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως το νόημά τους. Η μουσική, χάρη στο δεσμό της με τη σωματικότητα των κινήσεων και με την αδιαφάνεια των παθών, μπορεί ωστόσο να μας προμηθεύσει ενδείξεις για τις πηγές της σκέψης. Αν όμως η φιλοσοφία δεν προσφέρει ικανοποιητικές απαντήσεις ή οδηγεί σε αδιέξοδα, με ποιο κριτήριο μπορούν τότε να επιλεγούν οι καλύτερες απαντήσεις της; Θέτοντας ένα σοβαρό πρόβλημα, ο Στάινερ υποστηρίζει ότι «δεν βρισκόμαστε ούτε κατά ένα χιλιοστό πιο κοντά στην παραμικρή επαληθεύσιμη λύση του αινίγματος γύρω από τη φύση ή τον σκοπό, αν υπάρχει, της ύπαρξής μας σ' αυτό το πιθανότατα πολλαπλό σύμπαν, πιο κοντά στον καθορισμό της οριστικότητας ή μη του θανάτου, πιο κοντά στην πιθανή παρουσία ή απουσία του Θεού, απ' όσο ο Παρμενίδης ή ο Πλάτων. Μπορεί κάλλιστα να είμαστε πολύ πιο μακριά» (...).
Θανάσης Γιαλκετσης
|