Περίπου επί έναν μήνα μιλάμε για το φαινόμενο των Ζωνιανών, όπου, όπως όλα δείχνουν, δύο - τρεις μεγάλες οικογένειες με πολλά «κοπέλια» και ισάριθμα όπλα, έπεισαν ή πειθανάγκασαν ή εξεβίασαν μια μικρή και κλειστή κοινωνία χιλίων ή χιλίων πεντακοσίων ανθρώπων να περιφρονήσουν ανοιχτά το κράτος και τον νόμο. Ασφαλώς δεν τους προέκυψε ξαφνικά. Συνέχισαν, ίσως, με σύγχρονους τρόπους και μέσα, μια παλαιά παράδοση αντιπαλότητας με το κράτος και παραβατικότητας που φαίνεται ότι ανάγεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ακόμα παλαιότερα. Οσο αυτή η παράδοση περιοριζόταν σε μορφές παραβατικότητας οικείες με τη μορφή της κοινωνίας που της γέννησε, π.χ. ζωοκλοπή και καταπάτηση λειβαδιών, δεν ενοχλούσε κανέναν, εθεωρείτο μάλιστα λεβεντιά, μαγκιά και ανδρισμός και όλοι εμείς οι υπόλοιποι διασκεδάζαμε με τη γραφικότητά της. Αλλωστε ο ένας έκλεβε τα ζώα του άλλου και καταπατούσε τα λειβάδια του δημοσίου, ένα είδος ποιμενικού αθλήματος από το οποίο κανείς ποτέ δεν έγινε πλούσιος. Η λατρεία στα όπλα και αυτή προέρχεται από βαθιά παράδοση ορεσειβίων ποιμενικών πληθυσμών που είχαν να υπερασπισθούν τον εαυτό τους και τα κοπάδια τους από ποικίλους εχθρούς.
Τα όπλα, το κοπάδι και το βουνό ήσαν, κατά κάποιο τρόπο οι υλικές προϋποθέσεις αυτάρκειας, αυτοτέλειας, ελευθερίας και λεβεντιάς. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας (σταθερή αναφορά και αναγωγή για πολλά σύγχρονα φαινόμενα) όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη τη Βαλκανική, υπόδουλοι πληθυσμοί κατέφυγαν σε άγρια και απρόσιτα βουνά, όπου συγκροτούσαν μικρές αυτάρκεις και ανεξάρτητες κοινωνίες (π.χ. οι Σουλιώτες) ακριβώς για να αποφύγουν το κράτος και τον νόμο του κατακτητή, που τους ενοχλούσε και τους καταπίεζε. Αργότερα ωστόσο, έγινε φανερό ότι δεν τους καταπίεζε μόνο το κράτος και ο νόμος του κατακτητή, αλλά ο νόμος και το κράτος γενικά και ο βίαιος εξαναγκασμός από τον οποίο πάντοτε συνοδεύονται.
Από τη γραπτή ιστορία γνωρίζουμε, στο περίπου, πώς φαντάζονταν την ελευθερία, για την οποία αγωνίσθηκαν και έχυσαν το αίμα τους, οι επώνυμοι και δοξασμένοι του 1821: οι πρωτοπόροι της Φιλικής Εταιρείας, οι Φαναριώτες, οι προύχοντες, οι δεσποτάδες της Εκκλησίας, οι καπεταναίοι, οι καραβοκύρηδες των νησιών, οι Ελληνες της διασποράς. Σχεδόν όλοι αυτοί ήξεραν ανάγνωση και γραφή, αρκετοί έμαθαν καλά γράμματα και μερικοί ήταν φωτεινά μυαλά και πολύ μορφωμένοι, με παιδεία υψηλού επιπέδου. Αγωνίσθηκαν, όχι για μια άναρχη και απροσδιόριστη ελευθερία, αλλά για συγκεκριμένη ελευθερία με κράτος και νόμο. Αυτό ήταν το κεντρικό ζητούμενο, παρ’ όλο ότι διαφωνούσαν μεταξύ τους για ποιο κράτος και ποιο νόμο. Στο βάθος, ο καθένας, η κάθε ομάδα ήθελε το δικό της κράτος και τον δικό της νόμο. Οπως και σήμερα: Τα κόμματα διαφωνούν και οι κοινωνικές ομάδες που εκπροσωπούν, διαφωνούν και ερίζουν αν θα έχουμε μικρό ή μεγάλο κράτος. Στην ουσία δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει. Ενδιαφέρονται μόνο και επιδιώκουν αν θα έχουν το δικό τους κράτος, μικρό ή μεγάλο αδιάφορο.
Ενώ όμως γνωρίζουμε τι περίπου ήθελαν και τι επεδίωκαν οι επώνυμοι και δοξασμένοι αγωνιστές, αυτοί που ήξεραν τουλάχιστον ανάγνωση και γραφή, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για το τι ήθελαν οι ανώνυμοι αγωνιστές, ο λαός, σχεδόν στο σύνολό του αναλφάβητος. Θα έλεγε κανείς ότι αποτελούσαν την πρώτη ύλη, τα αδρανή υλικά του αγώνα. Μεγάλη μερίδα, με ποικιλία σχέσεων και δεσμών, βρισκόταν στην υπηρεσία των προυχόντων και των καπεταναίων, ήδη πριν από την Επανάσταση και τους ακουλουθούσε σε όλες τις περιπέτειες του βίου. Τους ακολούθησε και στην Επανάσταση. Αλλοι, για διάφορους λόγους, είχαν ήδη καταφύγει οπλισμένοι στα βουνά και άλλοι, οργανωμένοι σε οικογένειες και «φάρες» ζούσαν ήδη στα βουνά, σε κλειστές και αυτάρκεις ποιμενικές κοινωνίες, χωρίς να έρχονται σε συχνή επαφή με τον Τούρκο κατακτητή.
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι ύστερα από 3-4 αιώνες κατάκτησης, οι κατακτητές θα πρέπει να είχαν χάσει την ανάμνησή της. Θεωρούσαν τον εαυτό τους γηγενή, που διέφερε από τους άλλους στην καταγωγή, στη γλώσσα και, κυρίως, στο θρήσκευμα (αυτό το τελευταίο τελικά φαίνεται ότι μας έσωσε). Αλλά επίσης, ακόμη και εκείνοι που ήσαν εξίσου υπόδουλοι όσο και οι ντόπιοι στον Τούρκο αγά, είχαν τη συνείδηση ότι ανήκαν σε ένα σύστημα επικυρίαρχης εξουσίας, που τους ξεχώριζε από τους άλλους. Εκπροσωπούσαν το κράτος και τον νόμο.
Με αυτές τις καταβολές ο Νεοέλληνας άρχισε να διαμορφώνει προβληματικές σχέσεις με το κράτος και τον νόμο. Είχαμε τις πρώτες εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και σε κάθε προσπάθεια να συγκροτηθεί κεντρική διοίκηση. Το φαινόμενο πήρε διαστάσεις την εποχή του τραγικού Καποδίστρια και της τόσο συκοφαντημένης Βαυαροκρατίας. Και τα δύο αυτά καθεστώτα ήθελαν και επιδίωκαν να συγκροτήσουν σύγχρονο, για τότε, κράτος που να λειτουργεί σύμφωνα με το νόμο. Συνάντησαν λυσσώδη λαϊκή αντίσταση, κατάλληλα καθοδηγούμενη από ανερμάτιστες πολιτικές φατρίες, σε μια κοινωνία που δεν είχε προλάβει (ίσως δεν πρόλαβε ποτέ) να διαμοφώσει ηγετικές τάξεις. Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε γρήγορα και πρόλαβε λίγα. Ο Οθων και οι Βαυαροί όμως, έθεσαν γερές βάσεις για ένα σύγχρονο «αστικό» κράτος που οι ίδιες ή η ανάμνησή τους φτάνει ώς τις μέρες μας. Κάθε φορά που τυχαίνει να διαβάσω κάτι γι’ αυτή την περίοδο σκέφτομαι ότι οι ιστορικοί πρέπει να ξανανοίξουν τον φάκελο της Βαυαροκρατίας για να δούμε αν κάτι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της απολυταρχίας.
Εκανα αυτή τη σύντομη και μάλλον επιλεκτική αναδρομή για να πω ότι τα Ζωνιανά, ως φαινόμενο, η άρνηση του κράτους και του νόμου, υπάρχει βαθιά μέσα μας και το κουβαλάμε σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής μας. Είναι στο υποσυνείδητό μας και κάθε τόσο, συχνά με ασήμαντες αφορμές, μας βγαίνει.
Για παράδειγμα, ένα είδος Ζωνιανών κατάντησε το πανεπιστημιακό άσυλο, άσυλο στην πραγματικότητα παρανομίας και παραβατικότητας, όπου αισθάνεσαι τη χαρά και την ικανοποίηση να περιφρονείς το κράτος και τον νόμο. Είδος Ζωνιανών είναι και η κατάληψη πανεπιστημιακών και σχολικών κτιρίων, όπου έχεις τη χαρά και την ικανοποίηση να καταστρέψεις ό,τι το κράτος και ο νόμος δημιούργησαν. Τα Εξάρχεια μοιάζουν περισσότερο με τα Ζωνιανά. Μικρές μειοψηφίες, «οικογένειες» και πολιτικές φατρίες τρομοκρατούν τους πολίτες και επιβάλλουν την αδράνεια και τη σιωπή τους. Ολοκληρωμένη θεωρητική έκφραση του φαινομένου των Ζωνιανών είναι το δημοφιλές σύνθημα «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη», όπου είναι άγνωστο ποιος και με ποιες διαδικασίες ορίζει και τον νόμο και το δίκαιο. Δεν αμφισβητώ το δίκαιο του εργάτη. Την ευφυΐα του κομματικοποιημένου συνθήματος αμφισβητώ.
Αν περάσουμε στην άλλη πλευρά στις άρχουσες και μεσαίες τάξεις η αντίληψη των Ζωνιανών είναι κυρίαρχη σε κάθε επαφή με τον νόμο και το κράτος με πρωταγωνιστές τη φοροδιαφυγή, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την οικολογική ασυδοσία, τη νόθευση των προϊόντων, την αυθαιρεσία των τιμών και τόσα άλλα. Παραμένει αναπάντητο ένα καίριο ερώτημα: αν αυτό το κράτος και αυτός ο νόμος είναι άξια σεβασμού. Ο χώρος δεν μου επιτρέπει παρά μόνο μια γενική και επιγραμματική απάντηση: ναι είναι, επειδή έτσι ανοίγει ο δρόμος να τα ανατρέψεις...
Αντώνης Καρκαγιάννης |