Τον περασμένο Ιούλιο, ο γερμανός συγγραφέας Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ βραβεύτηκε στη Ρώμη για τη συμβολή του στο διάλογο λογοτεχνίας και επιστήμης.
Με αυτή την αφορμή έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «LaRepubblica», απόσπασμα της οποίας παρουσιάζουμε στη συνέχεια.
Η σχέση ανάμεσα σε επιστημονική και ουμανιστική κουλτούρα δεν είναι εύκολη. Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες είναι ένα πολύ παλιό πρόβλημα. Στην αρχαιότητα ωστόσο ήταν διαφορετικά. Ολοι οι έλληνες φιλόσοφοι είχαν πρωτοποριακές επιστημονικές γνώσεις για την εποχή τους. Και ένας μεγάλος ποιητής, όπως ο Λουκρήτιος, στο έργο του «DeRerumNatura», μετέτρεψε την επιστημονική γνώση του καιρού του σε ποίηση. Ηταν χρέος του καλλιεργημένου ανθρώπου να γνωρίζει τη λογοτεχνία όπως και την αστρονομία. Η σύγκρουση εκδηλώθηκε αργότερα.
Στον Μεσαίωνα δεν αγαπούσαν την επιστήμη. Επειτα έρχεται με την Αναγέννηση εκ νέου μια συμβίωση, μια ανταλλαγή και ένας διάλογος μεταξύ ποίησης και θετικών επιστημών: ο νεοπλατωνισμός, ο ουμανισμός, η γνώση πολλών γλωσσών σαν κάτι φυσικό. Αυτό συνεχίζεται με τον Διαφωτισμό ώς τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο Ντιντερό έγραψε ένα βιβλίο για τα μαθηματικά. Ο δέκατος ένατος αιώνας υπήρξε ο καιρός των επιγόνων αλά Χούμπολντ.
Το διαζύγιο ανάμεσα σε λογοτεχνία και θετικές επιστήμες σχετίζεται ίσως με δύο πραγματικότητες. Πρώτον, η αυξανόμενη ειδίκευση της επιστήμης, η οποία ανέπτυξε τις δικές της γλώσσες. Και μόνον η ποσότητα επιστημονικών εννοιών είναι προβληματική. Ο δεύτερος παράγοντας είναι εξωτερικός: τα σχολικά συστήματα που γεννήθηκαν στον δέκατο ένατο αιώνα φτιάχτηκαν όχι για να κάνουν τους ανθρώπους πιο μορφωμένους, αλλά για να προετοιμάσουν ειδικευμένη εργατική δύναμη για τη βιομηχανική κοινωνία. Για το δίκαιο και για το χρήμα το σχολείο δεν διδάσκει τίποτα.
Στον εικοστό αιώνα η επιστημονική πρόοδος επιταχύνθηκε δραματικά, αποκτώντας νέες διαστάσεις και αντιμετωπίζοντας καθημερινές προκλήσεις: το ενεργειακό ζήτημα, το κλίμα, την τεχνολογία της πληροφορίας. Υπάρχει ένα πρόβλημα εκλαΐκευσης και το σχολείο δεν είναι στο ύψος αυτού του καθήκοντος.
Στα τελευταία είκοσι χρόνια κάτι άλλαξε ωστόσο. Οι Αγγλοσάξονες ανέπτυξαν μια κουλτούρα της μετάφρασης. Εφημερίδες όπως η «ScientificAmerican», πρώτη μεταξύ όλων, είναι εφημερίδες εκλαΐκευσης για το μεγάλο κοινό.
Εφημερίδες όπως η «Frankfurter» έχουν επιστημονικά άρθρα καθημερινά, καθώς και εβδομαδιαία επιστημονικά ένθετα. Το κοινό είναι πελώριο. Είναι εξελίξεις που δεν μπορούμε να αγνοούμε. Θα είναι όλο και περισσότερο άστοχο ή αναχρονιστικό να τρέφουμε ως ουμανιστές ή καλλιτέχνες περιφρονητικά συναισθήματα για τις θετικές επιστήμες. Το κοινό αλλάζει και η επιστήμη γίνεται σαγηνευτική σε βαθμό που πριν δεν είχαμε φανταστεί.
Η λογοτεχνία δυσκολεύεται να ανοιχτεί στον κόσμο της επιστήμης. Υπάρχει μια λογοτεχνία του υποκειμενισμού: ερωτικά μυθιστορήματα, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες. Μια ατέλειωτη ενασχόληση με τους εαυτούς μας. Είναι λίγο πληκτικό, υποδηλώνει έλλειψη εμπειριών. Θέλουμε να δοκιμάσουμε να γράψουμε τη «Μαντάμ Μποβαρί» καλύτερα από τον Φλομπέρ ή, αντίθετα, να ανοίξουμε τα μάτια μας στον εξωτερικό κόσμο; Πολύ λίγα μυθιστορήματα αφηγούνται ιστορίες από τον κόσμο της επιστήμης ή της οικονομίας. Οι συγγραφείς αγνοούν δηλαδή μεγάλο μέρος της σημερινής πραγματικότητας. Μου προξενεί έκπληξη η απουσία περιέργειας πολλών συγγραφέων για την πραγματικότητα. Στο παρελθόν η κατάσταση ήταν διαφορετική. Ο Χούμπολντ ήταν επιστήμονας και λογοτέχνης ταυτόχρονα. Ο Τόμας Μαν στο «Μαγικό βουνό» μιλάει για την οικονομία, την επιστήμη, και διασκεδάζει γράφοντας ένα δοκίμιο για την πολιτική της εποχής του με τον Νάφτα και τον Σετεμπρίνι. Για να το πω σκληρά, σήμερα πολλοί συγγραφείς είναι υπερβολικά οκνηροί για να ανοίξουν τα μάτια τους μπροστά στον πραγματικό κόσμο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο γερμανικό bestseller εδώ και χρόνια είναι «Η μέτρηση του κόσμου» του Ντάνιελ Κέλμαν, ένα ωραιότατο μυθιστόρημα που έχει για πρωταγωνιστές του δύο επιστήμονες. Αυτό επιβεβαιώνει ότι στο κοινό ακόμη και το λογοτεχνικό ενδιαφέρον για την επιστήμη είναι ζωντανό.
Και στον κόσμο των επιστημόνων βλέπω κινητικότητα.
Εχω πολλές επαφές με επιστήμονες. Το παλιό στερεότυπο του επιστήμονα που είναι κλεισμένος μέσα στην επιστήμη του χάνεται. Οι σύγχρονοι ερευνητές είναι ενδιαφέροντες άνθρωποι. Γνωρίζουν ότι η επιστήμη κοστίζει πολύ και ότι επομένως χρειάζεται να γίνεται αποδεκτή από τους πολίτες που συνεισφέρουν. Με δυο λόγια, τους είναι αναγκαία η κοινωνική και πολιτική στήριξη και συναίνεση.
Η κριτική στις επικίνδυνες τάσεις της επιστήμης παίζει ένα ρόλο σε αυτό το διάλογο. Η επιστήμη είχε συνηθίσει επί αιώνες σε κριτικές μόνον από το εσωτερικό της. Τώρα οφείλει να συνηθίσει σε κριτικές της κοινωνίας για τις επικίνδυνες αναπτύξεις της. Ας σκεφτούμε την κλωνοποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη, την επιστήμη που εφαρμόζεται στους εξοπλισμούς, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα.
Οι επιστήμονες χρειάζονται την κριτική από τα έξω. Αυτή η κριτική μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνον αν εκφράζεται με ένα μίνιμουμ ειδικών γνώσεων. Ο Τόμας Μαν μελετούσε πριν γράψει για το ένα ή το άλλο θέμα.
Στο διάλογο μεταξύ επιστημόνων και λογοτεχνών είναι αναπόφευκτες και κάποιες συγκρούσεις. Σε ένα σοβαρό επιστήμονα δεν του αρέσει να ακούει ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν, ότι σε λίγες δεκαετίες θα νικήσουμε το θάνατο και θα έχουμε τέλειες ανθρώπινες μηχανές. Εγώ ως λογοτέχνης καταγγέλλω μαζί με επιστήμονες άλλους επιστήμονες, που μας φαίνονται ψεύτες και απατεώνες. Επιστήμη, λογοτεχνία, δημοσιογραφία είναι γεμάτες με εγκληματική ενέργεια και όχι μόνον με τσαρλατάνους. Και το να μιλάμε για το ρόλο της επιστήμης στην οικονομική εξουσία είναι ένα θέμα που δεν πρέπει να αποφεύγουμε (...).
Θανάσης Γιαλκετση
|