|
Η αναποφάσιστη αριστερή χλαίνη |
Δημήτρης Σεβαστάκησ (ΒΗΜΑ) |
Νέες Εποχές, 22.01.2012 |
|
Η λαϊκή προσδοκία θέλει τον εξοµολόγο της. Αλλά αυτό καθιστά ιστορικά αναγκαία την Aριστερά; Εγκλωβισµένη στην τρέχουσα αντιρρητική µυθοπλασία ή στα παρηγορητικά παραπήγµατα που στήνει το ξέπνοο πολιτικό lifestyle, η Aριστερά κοιµάται ή ατακτεί, ανάλογα µε το ρεύµα και την παράδοση που ενσωµατώνει. Από τη µία ο εµπειρισµός στην τρέχουσα πολιτική παραγωγή και από την άλλη η χρήση µεγάλων ιδεολογικών σχηµάτων, τελικά συγκροτούν το κενό. Καρφωµένη πάνω του η Aριστερά ζει στο πιο ιλιγγιώδες πρόβληµα που πρέπει να λύσει. Ή θα ξεχειλώσει ή θα ανασυσταθεί. Η Ιστορία εξάλλου υπήρξε και σκληρή και αβρόφρων µαζί της. Η αντοχή στις διώξεις, το ηθικό απόθεµα, αλλά και ο περιορισµένος συνθετικός της ορίζοντας είναι προϊόντα αυτής της διπλής αφοµοίωσης. Μια αβαθής Aριστερά λοιπόν, του πολιτικού επιµερισµού και των καθηµερινών στερεoτύπων, είναι µια εξηµερωµένη και εθιµοτυπική Aριστερά που ισορροπεί απλώς καλύτερα τις συµβολικές ροπές του συστήµατος. ∆εν διαµορφώνει την πραγµατικότητα.
Με αυτά τα δραµατικά δεδοµένα πρέπει να δούµε την κυβερνητική δυνατότητα της σηµερινής Αριστεράς. Ποιο είναι το πολιτικό αγαθό που µπορεί να προσφέρει µέσα στα διασταυρούµενα πολυαναφορικά και πολυεστιακά ιδεολογικά πλαίσια; Και µάλιστα σε συνθήκες οικονοµικού και θεσµικού κραχ; Θα γίνει ο λιγότερο ωµός απολογητής του κυρίαρχου οικονοµικού φορµαλισµού ή ο άτακτος, ανακουφιστικός για το συλλογικό θυµικό, αλλά αντιδηµιουργικός για τη χώρα, παράγοντας;
Για να απαντήσει κανείς στο εάν η Αριστερά µπορεί να προσφέρει κυβερνώντας και αναµορφώνοντας τους πολιτικούς κώδικες, πρέπει να δει το παραγωγικό µοντέλο της χώρας που καταρρέει και το παραγωγικό µοντέλο που πρέπει να αναδυθεί, αν χρειάζονται την Αριστερά ως γλώσσα, ως κοσµοεννόηση, ως κανονιστικό πρότυπο. Η κυβερνητική δυνατότητα της Αριστεράς δηλαδή δεν είναι ερώτηµα τεχνογνωσίας ούτε ηθικής, αλλά κατασκευής: Εάν η νέα συνθήκη πολιτικής και παραγωγής απονοηµατοδοτεί την Αριστερά, εάν δηλαδή η τελευταία αποδειχθεί ως µια ιστορικά πεπερασµένη αφήγηση, κάποιας, ορισµένης παραγωγικής φάσης, τότε είναι χαµένη, τότε δεν µπορεί να κυβερνήσει εκ κατασκευής. Εφόσον µάλιστα δεν έχει καταφέρει να διαρκέσει ως πολιτιστικό απόθεµα που καθορίζει ισχυρά αξιακά πρωτόκολλα και που υπερβαίνει τις δουλείες ενός πρωτόγονου παραγωγισµού (και συνακόλουθα εργατοσυνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης, γλώσσας κτλ.), τότε µοιραία γίνεται όµηρος και όχι µέτοχος των ηγεµονικών µοντέλων µε τα οποία οργανώνεται η κοινωνία και αποκτούν περιεχόµενα τα υπερκείµενα: το δίκαιο, η τέχνη, οι συµπεριφορές. Πρόβληµα της Αριστεράς είναι η πολιτική της εκπαίδευση. Οτι δηλαδή συνήθισε να καθορίζεται σε αναφορά µε άλλους ιδεολογικοαισθητικούς σχηµατισµούς και όχι να αυτοσυστήνεται. Η πρόσληψη της πραγµατικότητας «διά µέσου» ενός έτοιµου θεσµικού συστήµατος (του κράτους ή των κοµµάτων εξουσίας συνήθως), οι ερµηνευτικές µεσιτείες από έτοιµα ιδεολογικά σχήµατα, παράγουν ένα αδύναµο αριστερό αφήγηµα, καθιστούν την πολιτική διατύπωση της Αριστεράς άνευρη και επισφαλή.
Μπορεί λοιπόν να δηµιουργήσει πολιτικά στροβιλιζόµενη µέσα στην κρίση του οικονοµικού φορµαλισµού; Ή µήπως η ενδεχόµενη κατάρρευση θα ενταφιάσει οριστικά την Αριστερά σε έναν παρηγορητικό, ανακουφιστικό και αποκρυφιστικό λόγο;
Μεγάλες παραγωγικές συνθέσεις µάλλον δεν µπορούν να λειτουργήσουν στον τόπο µας. Σε αντίθεση µε τη Φινλανδία ή τη Σουηδία, µια ελληνική υπερ-εταιρεία, π.χ., είναι απίθανο να υπάρξει. Η νόθα ελληνική αστυφιλική παραµόρφωση, που 50 χρόνια µετά την έκρηξή της γεννάει παραγωγικά πτώµατα, το µοντέλο πόλης (και παραγωγής) και η δοµική αντιδικία µε την ύπαιθρο αποτελούν το καταρρέον οµοίωµα ανάπτυξης. Με τέτοιο κληροδότηµα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανασυγκροτηθεί η παραγωγική πυκνότητα της χώρας. Η αγροτική ευφυΐα, π.χ., και η προσαρµοστικότητα ως µοντέλα αγροτικής παραγωγής ευνοούνται από τη γεωλογική και χωροταξική οργάνωση του τόπου µας και όχι φυσικά από τις επιδοτήσεις. Μια νέα µικρή έντεχνη αγροτική παραγωγή σπάνιων προϊόντων χρειάζεται έναν σχεδιασµένο κρατικό πυρήνα που να την προωθεί, να λύνει προβλήµατα αγορών και πιστοποίησης.
Αυτό είναι όµως µέρος µιας αριστερής προβληµατοθεσίας; Ή είναι κάτι αδυσώπητα ρεφορµιστικό;
Μπορούµε να αναζητήσουµε απαντήσεις και προς τις δύο πλευρές: και της θέσης και της θεολογίας. Η πραγµατικότητα βέβαια χρειάζεται την παρηγοριά ενός βαθέος ρεαλισµού, την κυβερνητικότητα χωρίς καθεστωτικές παραµορφώσεις, την κριτική κατάφαση. Αυτός ο περίπλοκος συνδυασµός αντινοµιών είναι από τα δυσκολότερα µετεµφυλιακά εγχειρήµατα. Η κυβερνητική λοιπόν ευθύνη για την Αριστερά προϋποθέτει έναν σύνθετο εσωτερικό, ιδεολογικό ανακαθορισµό.
Η Αριστερά βέβαια µπορεί ή να περιµένει σαν πολιτικός Σκρουτζ πάνω στα ποσοστά της ή να δοκιµαστεί θυσιαστικά και δηµιουργικά µέσα στα κοινωνικά µέτρα. ∆εν θα την ευνοεί για πολύ ακόµα η σκιά της ατάλαντης και σκοτεινής πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, ούτε ο αλλόφρων, απολίτικος και τυφλός γερµανικός δογµατισµός.
Ο κ. Δ. Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. |
|