ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήµατα
Ευκλείδης Τσακαλώτος (ΒΗΜΑ)
Νέες Εποχές, 22.01.2012
Μπορεί να δώσει λύσεις η Αριστερά; Μπορεί να ξαναγίνει µια ηγεµονική δύναµη από την οποία όχι µόνο περιµένει ο κόσµος πρωτοβουλίες, αλλά που επηρεάζει ακόµα και τη σκέψη και τις κινήσεις των αντιπάλων της; Τέτοια ερωτήµατα δεν απαντιούνται εύκολα µε ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αλλά για πρώτη φορά ύστερα από αρκετές γενιές διαφαίνεται ότι η Αριστερά, στο σύνολό της, έχει κάποια συγκριτικά πλεονεκτήµατα.
Το πρώτο έχει να κάνει µε την ερµηνεία της κρίσης. Υπάρχουν βέβαια και στοχαστές του συστήµατος που έχουν πλήρη κατανόηση για τα βαθιά δοµικά προβλήµατα του καπιταλισµού. Το πρόσφατο βιβλίο του Raghuram Rajan, οικονοµολόγου του Σικάγου και παλαιότερα του ∆ΝΤ, για τις ρωγµές που ακόµα απειλούν την παγκόσµια οικονοµία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα. Οπως επίσης η σειρά άρθρων των «Financial Times» για τον «καπιταλισµό σε κρίση» (ποιος θα φανταζόταν µια τέτοια σειρά πριν από λίγα χρόνια;). Αλλά οι προβληµατισµοί για το αχαλίνωτο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, για τις κοινωνικές ανισότητες και το πρόβληµα της δηµοκρατικής νοµιµοποίησης, για τις παγκόσµιες µακροοικονοµικές ανισορροπίες, για τη µη λύση της λιτότητας δεν φαίνονται να επηρεάζουν τις ελίτ και για αυτόν τον λόγο οι προβλέψεις τους πέφτουν συνεχώς έξω: για την αποτελεσµατικότητα των προγραµµάτων λιτότητας και των ταµείων στήριξης, για το βάθος της ύφεσης, για τη συνεισφορά των µειώσεων µισθών στην ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας. Σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά έχει ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτηµα. ∆εν είναι µόνο ότι προβλέπει καλύτερα από τους αντιπάλους της. ∆εν λέει γενικώς ότι οι λύσεις που προτείνονται δεν θα βγουν, αλλά αναδεικνύει κάθε φορά τους µηχανισµούς πίσω από την αποτυχία. Κατανοεί, για παράδειγµα, το πώς η οικονοµική και χρηµατοπιστωτική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης χειροτερεύει τα δοµικά προβλήµατα που αναφέραµε παραπάνω, ενισχύοντας και τις κοινωνικές αλλά και τις γεωγραφικές ανισότητες του σύγχρονου καπιταλισµού.
Το δεύτερο συγκριτικό πλεονέκτηµα είναι ότι η Αριστερά έχει τη δυνατότητα να αντιπροσωπεύσει στο πολιτικό πεδίο τον κόσµο της εργασίας που εγκαταλείπει, προσωρινά τουλάχιστον, τα κόµµατα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. ∆εν είναι προφανές πώς αυτά τα κόµµατα σκοπεύουν να αναδιαµορφώσουν τις σχέσεις τους µε τη λαϊκή τους βάση. Με το κοινωνικό κράτος; Μέσω δανεισµού από το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα; Με την αναστήλωση του πελατειακού κράτους; Και οι τρεις λύσεις χρησιµοποιήθηκαν στη µεταπολεµική περίοδο, µε διαφορετικές δοσολογίες σε διαφορετικές χώρες, αλλά και οι τρεις έχουν έρθει σε δοκιµασία από τις δύο µεταπολεµικές κρίσεις του καπιταλισµού. Αλλά µέχρι να βρεθεί νέα λύση (υποθέτοντας ότι ο στόχος δεν είναι µια µορφή αυταρχικότερου καπιταλισµού που «ξεµπερδεύει» µε τον συµβιβασµό µε τη δηµοκρατία), η Αριστερά έχει ένα µεγάλο πεδίο παρέµβασης. Γιατί είναι η δύναµη αυτή που η πρακτική της και ο προγραµµατικός λόγος της όλο και περισσότερο βασίζονται στην επέκταση της δηµοκρατίας και στην αντιµετώπιση των αναγκών των πολλών.
Το τρίτο συγκριτικό πλεονέκτηµα έχει να κάνει µε το λαϊκό στοιχείο. Στην εκσυγχρονιστική σκέψη το λαϊκό στοιχείο ταυτίζεται µε τον λαϊκισµό. Μόνο που ο λαϊκισµός υπάρχει ακριβώς επειδή υπάρχουν προβλήµατα, όχι µόνο οικονοµικά αλλά και πολιτιστικά: οι από κάτω δεν θέλουν µόνο οικονοµικές τακτοποιήσεις, όπως ισχυρίζονται οι εκσυγχρονιστές, αλλά µια αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, ότι µπορούν να συµµετέχουν σε συλλογικότητες που δίνουν νόηµα στη ζωή τους. Η σύγχρονη Αριστερά ξέρει ότι οι πιο µεγάλες θετικές κοινωνικές αλλαγές ήρθαν µε πιέσεις από τα κάτω: η ενεργή συµµετοχή, ο ακτιβισµός και η διεκδίκηση δεν αποτελούν µια στείρα άρνηση, αλλά την προϋπόθεση για µια αλλαγή ατζέντας. Η συγκρότηση του ευρωπαϊκού λαού, µας λέει ο Balibar, αποτελεί αναγκαίο όρο σε µια Ευρώπη που θέλει τη συνεργασία για να προστατέψει τα δικαιώµατα, να επεκτείνει τη δηµοκρατία και να ενθαρρύνει όλα αυτά τα κοινωνικά και οικονοµικά πειράµατα που βάζουν τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη.
Στη πρώτη µεταπολεµική εποχή ο καπιταλισµός διεκδικούσε, σε σχέση µε τη Σοβιετική Ενωση, τον πλουραλισµό. Τώρα πια έχει περιοριστεί στη µονοκαλλιέργεια της αγοράς, της επιχειρηµατικότητας και των µεθόδων του µάνατζµεντ στον δηµόσιο τοµέα. Το νέο υπόδειγµα της Αριστεράς µπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της πλουραλιστικής δύναµης, υποστηρίζοντας και τον δηµόσιο τοµέα και την κοινωνική οικονοµία, και τις δηµόσιες επιχειρήσεις και την αυτοδιαχείριση, και τους αγροτικούς συνεταιρισµούς και την αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων. Με αυτή την έννοια, τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήµατα της Αριστεράς αποτελούν µια βάση ενότητας µε τον εαυτό της, απαραίτητη προϋπόθεση για να ενώσει έναν κόσµο που έχει όλο και λιγότερα να περιµένει από τους από πάνω.
Ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
© 2007 - easyweb team