Υπάρχουν δύο τρόποι για να πάψει να υφίσταται η μεσαία τάξη. Ο πρώτος είναι τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά της μεσαίας τάξης (π.χ., επαρκή εισοδήματα και σχετικά υψηλή μόρφωση, αυτόνομη μικρομεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα, μετοχές σε εταιρείες), έτσι ώστε, με εξαίρεση μια τάξη πλουσίων, όλη σχεδόν η κοινωνία να καταλήξει να ανήκει στη μεσαία τάξη. Αυτό το νεοφιλελεύθερο κοινωνικό όραμα, που υποκρυπτόταν στο ιδεολόγημα του «λαϊκού καπιταλισμού», δεν επαληθεύθηκε. Παγκοσμίως, στο εσωτερικό των περισσότερων κοινωνιών οι οικονομικές ανισότητες έχουν οξυνθεί και τα φτωχότερα στρώματα αντιμετωπίζουν την «παγίδα της φτώχειας», δηλαδή την προοπτική να ζήσουν φτωχικά εφ΄ όρου ζωής, παρά να απολαύσουν κάποια ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Ο δεύτερος τρόπος είναι η μεσαία τάξη να φτωχύνει τόσο πολύ, ώστε να ενωθεί με την εργατική τάξη. Σύμφωνα με τον κλασικό μαρξισμό του 19ου αιώνα, οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες θα υφίσταντο τον «θάνατο του εμποράκου» που στα μέσα του 20ού αιώνα ο Α. Μίλερ περιέγραψε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του. Στον ύστερο καπιταλισμό, ακόμη και οι ειδικευμένοι εργάτες, οι οποίοι απολάμβαναν υψηλότερα εισοδήματα από εκείνα των υπόλοιπων εργατών, εν τέλει θα «προλεταριοποιούνταν» (Χ. Μπράβερμαν). Ωστόσο το τέλος της μεσαίας τάξης δεν συνέβη πουθενά. Μάλιστα, σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, όπως αυτές της Νότιας Ευρώπης, τα παραδοσιακά μεσαία στρώματα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικά. Στην Ελλάδα ο όγκος της μεσαίας τάξης είναι τόσο μεγάλος, ώστε να μην έχουμε κοινωνική πυραμίδα, αλλά μάλλον μια αχλαδόσχημη κοινωνική στρωμάτωση (Ν. Μουζέλης). Η μαρξιστική ανάλυση θεωρεί ότι, ιδίως σε περίοδο κρίσης, ίδια τύχη περιμένει και τα νέα μεσαία στρώματα. Πρόκειται για μεσαία τάξη διαφορετική από την παλιά, η οποία περιλαμβάνει τεχνοκράτες, στελέχη επιχειρήσεων και κρατικούς υπαλλήλους. Ο Ζ. Ελούλ είχε σημειώσει την ανάδειξη αυτής της νέας τάξης ήδη τη δεκαετία του 1960. Ούτε αυτή η μεσαία τάξη προλεταριοποιήθηκε. Αντιθέτως, σε χώρες όπως η Ελλάδα η τάξη αυτή ουσιαστικά δημιουργήθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο από το ίδιο το κράτος, το οποίο επιδίωκε να δημιουργήσει συντηρητικά κοινωνικά ερείσματα (Κ. Τσουκαλάς, Κ. Βεργόπουλος). Αντίθετα με τον διάχυτο πολιτικό λόγο για εξαθλίωση του πληθυσμού λόγω της τρέχουσας κρίσης, δεν έχουμε επαρκή εμπειρικά στοιχεία ούτε για τη μεσαία ούτε για τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Οσοι ήδη «γνωρίζουν» τις επιπτώσεις της κρίσης στην Ελλάδα, δεν γνωρίζουν τίποτε. Για το διάστημα 2008-2011 μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Η οικονομική κρίση μπορεί να έχει επιδεινώσει την κατάσταση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα για δύο λόγους: δηλαδή λόγω της ύφεσης που πλήττει κυρίως τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και λόγω της εξασθένησης των υπόλοιπων κοινωνικών μεταβιβάσεων (πλην των συντάξεων), η οποία οφείλεται τόσο στις συγκριτικά μεγάλες δαπάνες για συντάξεις όσο και στα μέτρα λιτότητας (Χ. Παπαθεοδώρου). Επιπλέον, ίσως έχει ενταθεί το παλαιότερο εισοδηματικό χάσμα στο εσωτερικό της μεσαίας τάξης ανάμεσα σε «επιτυχημένα» μέλη αυτής της τάξης και σε άλλα, νεοεισερχόμενα στο επάγγελμα, που ακροβατούν στο χείλος της φτώχειας (Π. Τσακλόγλου, Θ. Μητράκος). Οι πολύ χαμηλά αμειβόμενοι ή άνεργοι γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι μάλλον δεν ανήκουν πια στη μεσαία τάξη. Τέλος, οι πρώτες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης δείχνουν ότι στην Ελλάδα για πρώτη φορά η ανεργία δεν πλήττει κυρίως νέους και γυναίκες. Πλήττει και μεσήλικους «αρχηγούς νοικοκυριών», δηλαδή άνδρες και γυναίκες, στον μισθό των οποίων στηρίζονταν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (Μ. Ματσαγγάνης). Το συμπέρασμα είναι ότι το τέλος της μεσαίας τάξης έχει εξαγγελθεί πολλές φορές, χωρίς ποτέ να πραγματοποιηθεί- τουλάχιστον με τον τρόπο και την ένταση που προβλεπόταν. Αν και η μεσαία τάξη είναι εφτάψυχη, αυτή τη φορά ίσως κινδυνεύει περισσότερο από άλλες φορές.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
|