Τα τελευταία χρόνια οι συζητήσεις για τη μεσαία τάξη, το παρόν και το μέλλον της, βρίσκονται στην επικαιρότητα. «Αφανισμός», «εξολόθρευση», «συρρίκνωση» είναι μερικές συνηθισμένες λέξεις, με τις οποίες περιγράφεται η κατάσταση των μεσοστρωμάτων του αναπτυγμένου κόσμου σήμερα. Είναι αυτά πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η μεταπολεμική συναίνεση· πρόκειται για τουςεπί δεκαετίες- σταθερούς εκλογείς της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς, τη ραχοκοκαλιά των αφοσιωμένων μελών των κυβερνητικών κομμάτων. Επιπλέον, στα μεσαία στρώματα δοκιμάστηκε το μοντέλο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης. Ηταν η αποτελεσματική λειτουργία του τη «χρυσή εποχή» του βιομηχανισμού και της μετάβασής του στην εποχή του μεταβιομηχανισμού που κατέληξε στη δημιουργία μιας «εξισωμένης κοινωνίας» (για να θυμηθούμε έναν όρο του Χέλμουτ Σέλσκι), «συμπιεσμένης» προς τα κάτω (όπως εξηγεί ο Πολ Κρούγκμαν αναφερόμενος στην αμερικανική κοινωνία και τα αποτελέσματα του Νew Deal), που έτεινε να λάβει τη μορφή κρεμμυδιού (Ραλφ Ντάρεντορφ): λίγοι να έχουν πάρα πολλά, αλλά και πολύ λίγα. Η μεσαία τάξη είναι δύσκολο να οριστεί. Συνήθως οι μετρήσεις για το εύρος της στηρίζονται σε ποσοτικά κριτήρια: σε αυτήν ανήκουν εκείνοι, το ετήσιο καθαρό εισόδημα των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 70% και 150% του εισοδηματικού μέσου (έτσι ο υπολογισμός του Ινστιτούτου DΙW). Οσο πιο «συμπιεσμένη» και «εξισωμένη» είναι μια κοινωνία τόσο μεγαλύτερος ο όγκος των μεσοστρωμάτων που έχουν εισοδήματα κοντά στον μέσο όρο, κερδίζουν δηλαδή από 90% ως 110% του εισοδηματικού μέσου. Ο καθορισμός ποσοτικού κριτηρίου για την αναγνώριση της μεσαίας τάξης είναι αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής δείκτης. Κοινωνικοί δείκτες που αφορούν τη δομή της απασχόλησης, το είδος της εκπαίδευσης, τις καταναλωτικές συνήθειες, εντέλει τη δυνατότητα συμμετοχής στον ισχύοντα τρόπο ζωής (lifestyle) και την ύπαρξη θετικών προσδοκιών και αισθήματος βεβαιότητας για το μέλλον αποτελούν τα εργαλεία για την ανάδειξη του προφίλ των μεσαίων στρωμάτων. Δεν είναι μόνο ότι η δυτική μεσαία τάξη βιώνει σήμερα μισθολογική στασιμότητα ή και συρρίκνωση: σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο τα εισοδήματα έχουν υποχωρήσει σε δεδομένα πίσω από εκείνα που ίσχυαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ στη Γερμανία ο κίνδυνος εκπτώχευσης των χαμηλών μεσαίων στρωμάτων την τελευταία δεκαετία απειλεί περισσότερους από ό,τι στο διάστημα 1996-2000. Αυτό που κυρίως συμβαίνει είναι ότι η «εξισωμένη κοινωνία» στον δυτικό κόσμο υποχωρεί. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι ανισότητες αυξάνονται σε 17 από συνολικά 22 αναπτυγμένες χώρες, ενώ οι σκληροί κοινωνικοί δείκτες της μεσοστρωματοποίησης έχουν χαλαρώσει αισθητά: ούτε η καλή εκπαίδευση ούτε και η απασχόληση δίνουν σίγουρο διαβατήριο για την ένταξη στη μεσαία τάξη. Αν κάτι χαρακτήριζε τις δυτικές κοινωνίες ήταν αυτό που αποκλήθηκε «πνεύμα απογείωσης» ( Ζeit Οnline, 16.02.2007). Οι προσδοκίες των μεσαίων τάξεων ήταν ικανοποιήσιμες, έστω διαχειρίσιμες, με βάση τις δυνατότητες του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Σήμερα πλέον τη θέση των μη διαψεύσιμων προσδοκιών έχει υποκαταστήσει ο δυνητικός κίνδυνος της κοινωνικής καθόδου των μεσαίων στρωμάτων. Αν εξετάσουμε το όλο ζήτημα από μια τέτοια σκοπιά, εκείνη του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, οι προβλέψεις για συρρίκνωση της δυτικής μεσαίας τάξης συνοδεύονται από άλλες που κάνουν λόγο για ραγδαία διεύρυνση των μεσαίων τάξεων στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας (ήδη 1,9 δισ. του πληθυσμού της θεωρούνται κομμάτι της μεσαίας τάξης, γράφει ο Γκόρντον Μπράουν) και της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής (στη Βραζιλία 21 εκατ. άνθρωποι έπαψαν να είναι φτωχοί μεταξύ 2003 και 2008, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου FGV). Πρόκειται για νέα στρώματα στον πρώην Τρίτο Κόσμο, τα οποία διεκδικούν δικαιώματα και καταναλωτικές συνήθειες που έχουν (ακόμη) οι μεσαίες τάξεις στην Ευρώπη. Υιοθετώντας μια λιγότερο δυτικοκεντρική ματιά, μήπως αντί για «συρρίκνωση» των μεσαίων τάξεων είναι ορθότερο να μιλούμε για μετατόπισή τους μέσα στην παγκόσμια
σκηνή;
Βασιλική Γεωργιάδου
|