Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, το NBC κυριαρχούσε στην αμερικανική τηλεόραση: Miami Vice, The Cosby Show, Cheers, Seinfield, Friends. To κανάλι κέρδιζε θεαματικότητα διευρύνοντας τα όριά του – το Miami Vice στυλιζάρισε το αστυνομικό δράμα, ενώ το Hill Street Blues του έδωσε έναν αιχμηρό ρεαλισμό. Οι σειρές αυτές έφερναν επίσης πολύ χρήμα – το NBC ήταν ένας από τους πιο προσοδοφόρους κλάδους της General Electric. Οταν όμως η μητρική εταιρεία αγοράστηκε από την Comcast φέτος, λέγεται ότι η αξία του τηλεοπτικού δικτύου υπολογίστηκε στο μηδέν.
Το NBC δεν είναι η μόνη μεγάλη επιχείρηση ΜΜΕ που έπεσε σε βραχώδες έδαφος. Η ΕΜΙ, η δισκογραφική των Μπιτλς και των Πινκ Φλόιντ, περιέκοψε τη λίστα των συνεργαζόμενων καλλιτεχνών και κατάργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η «Ουάσιγκτον Ποστ», η εφημερίδα που ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχυ της αμερικανικής δημοσιογραφίας με τις αποκαλύψεις της για το Γουότεργκεϊτ, μείωσε τον αριθμό των συντακτών της, έκλεισε το εθνικό γραφείο της και δήλωσε ότι «δεν είμαστε ένας πανεθνικός οργανισμός ειδησεογραφίας». Η MGM, με σύμβολο το λιοντάρι που βρυχάται, αγοράστηκε πρόσφατα για λιγότερο από το μισό της αξίας που είχε το 2005.Ολες αυτές οι εταιρείες αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα: δεν μάζευαν αρκετά από τα χρήματα που γεννούσε η δουλειά τους. Το κοινό δεν έχει χάσει την όρεξή του για τηλεόραση, μουσική, κινηματογράφο ή δημοσιογραφία. Ομως τα τηλεοπτικά σόου, τα άρθρα, τα τραγούδια και οι ταινίες φθάνουν όλο και περισσότερο στους πολίτες μέσω Διαδικτύου. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ το Ιντερνετ έχει επεκτείνει την κατανάλωση αυτών των αγαθών, κοντεύει να καταστρέψει την αγορά τους.
Την περασμένη δεκαετία, μεγάλο μέρος της αξίας που παρήχθη από τη μουσική, τις ταινίες και τις εφημερίδες έχει ωφελήσει άλλες εταιρείες. Η ιστοσελίδα Pirate Bay θησαύρισε προσφέροντας παράνομα τα άλμπουμ μεγάλων δισκογραφικών, ενώ οι μουσικές πωλήσεις έπεσαν κατακόρυφα. Το YouTube χρησιμοποίησε βιντεοκλίπ από το Saturday Night Live του NBC για να οικοδομήσει μια επιχείρηση που το Google αγόρασε για 1,65 δισ. δολάρια. Και η ιστοσελίδα Huffington Post έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα ειδησεογραφικά σάιτ αντιγράφοντας, ως επί το πλείστον, άρθρα εφημερίδων.Παραδοσιακά, οι εταιρείες που επένδυαν στη μουσική και στις ταινίες έλεγχαν επίσης τη διανομή τους. Η πειρατεία ήταν πάντα μια ενόχληση, αλλά ποτέ πραγματική απειλή. Το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες επιχειρήσεις στον χώρο των media. Το Ιντερνετ τα άλλαξε όλα αυτά, όχι επειδή δίνει τη δυνατότητα γρήγορης μετάδοσης δεδομένων, αλλά επειδή οι κανονισμοί που καθιστούν ικανές τις εταιρείες ψηφιακής τεχνολογίας να αποφεύγουν την ευθύνη έχουν δημιουργήσει μια καταρρακωμένη αγορά. Μέρος του προβλήματος είναι η ασύδοτη πειρατεία – η χωρίς άδεια διανομή που δεν φέρνει κανένα όφελος στους δημιουργούς. Πιέζει επίσης τα ΜΜΕ να δεχτούν συμφωνίες online διανομής που δεν καλύπτουν το κόστος τους.
Το βασικό θέμα, όμως, είναι ότι οι δημιουργοί και οι διανομείς έχουν τώρα αντίθετα συμφέροντα. Εταιρείες όπως η Google και η Apple δεν ενδιαφέρονται και τόσο να πουλάνε πολιτιστικά προϊόντα εφόσον βγάζουν χρήματα με άλλους τρόπους, κυρίως με τις διαφημίσεις και τα γκάτζετ. Και αυτή η δυναμική δεν χτυπάει μόνο τα μεγάλα συγκροτήματα – δημιουργεί προβλήματα σε ανεξάρτητους καλλιτέχνες και σε επιχειρήσεις κάθε μεγέθους.Οι εταιρείες τεχνολογίας συχνά προωθούν την ιδέα ότι «η πληροφορία θέλει να είναι ελεύθερη». Και πράγματι, το Ιντερνετ έχει σχεδόν εκμηδενίσει το κόστος διανομής – μια ψηφιακή ταινία μπορεί να σταλεί από το Χόλιγουντ στο Χονγκ Κονγκ με κόστος πενταροδεκάρες. Ομως το Ιντερνετ δεν εχει την ίδια επιρροή στο κόστος δημιουργίας μιας ταινίας. Το ίδιο φιλμ που στέλνεται στην άλλη άκρη του κόσμου σχεδόν τσάμπα, μπορεί να κόστισε 150 εκατομμύρια για να γυριστεί. «Αυτή η αντίθεση δεν πρόκειται να αμβλυνθεί», προέβλεψε ο Στούαρτ Μπραντ το 1984. «Οδηγεί στη διαστρέβλωση της συζήτησης για τις τιμές, το κοπιράιτ, την πνευματική ιδιοκτησία, την ηθική ορθότητα της ανεξέλεγκτης διανομής».
Αυτή η κατάσταση συμφέρει τους καταναλωτές, που μπορούν να δουν, να διαβάσουν και ν’ ακούσουν ό,τι θέλουν, πληρώνοντας ελάχιστα. Η «ελευθερία» αυτή, όμως, θα έχει σοβαρές συνέπειες. Μακροπρόθεσμα, οι στερημένες από εισόδημα εταιρείες ΜΜΕ δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν πολλά σε καλλιτέχνες. Τα τηλεοπτικά δίκτυα ήδη πιέζονται να αντικαταστήσουν τις δραματικές και κωμικές σειρές με ριάλιτι σόου και οι εφημερίδες αφήνουν ακάλυπτα πολλά θέματα καθώς οι ρεπόρτερ λιγοστεύουν. Και το χειρότερο είναι ότι η δυσκολία να βγουν χρήματα από πρωτογενή εργασία υπονομεύει το είδος της καινοτομίας που υποσχέθηκε το Ιντερνετ. Αντί να επενδύουν για να γίνονται υψηλού επιπέδου ρεπορτάζ με νέο τρόπο, τα στελέχη των online εταιρειών επιδιώκουν την «ερασιτεχνική δημοσιογραφία» επειδή δεν κοστίζει τίποτα.Φαίνεται προφανές, αλλά μια οικονομία της πληροφορίας χρειάζεται μια λειτουργική αγορά της πληροφορίας. Παραδοσιακά, η αγορά αυτή λειτουργούσε μέσω του κοπιράιτ, όμως οι νόμοι εκείνοι δεν έχουν εφαρμοστεί στο Ιντερνετ. Αυτό βοηθάει εταιρείες όπως η YouTube να οικοδομήσουν επιχειρήσεις στην πλάτη των δημιουργικών επαγγελματιών.
Βεβαίως, οι νόμοι για το κοπιράιτ πρέπει να εκσυγχρονιστούν για την ψηφιακή εποχή. Πολλοί ειδικοί λένε ότι ευνοούν την προστασία, αλλά βλέπουν κάθε προσπάθεια να επιβληθεί ως απαράδεκτη. Αυτό δεν έχει νόημα: μια αγορά δεν μπορεί να βασιστεί σε εθελοντικές πληρωμές και οι νόμοι δεν λειτουργούν όταν δεν μπορούν να επιβληθούν.Καθώς μεγαλώνει η πίεση για να επιβληθούν οι νόμοι πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, οι εταιρείες του χώρου επιχειρηματολογούν ότι κάθε προσπάθεια να μπλοκαριστεί η πειρατεία θα «χαλάσει το Ιντερνετ», αλλά η αλήθεια είναι ότι το Ιντερνετ έχει ήδη χαλάσει: είναι πλέον υπερβολικά χαοτικό για να μπορέσει να δώσει την υποδομή για μια οικονομία του 21ου αιώνα. Οι εταιρείες τεχνολογίας συμβουλεύουν εδώ και καιρό τους δημιουργούς να προσαρμοστούν στην ψηφιακή εποχή. Θα ήταν κρίμα να μην μπορέσουν να ακολουθήσουν την ίδια τους τη συμβουλή.
* Ο κ. Ρόμπερτ Λιβάιν είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Free Ride: How the Internet Is Destroying the Culture Business and How the Culture Busibess Can Fight Back».
Robert Levine /The Observer
|