«Δούλευα και σπούδαζα και διάβαζα με μανία, σαν να ’θελα να τα μάθω όλα μαζί», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο Λυκούργος Καλλέργης («Στο διάβα του πολυτάραχου 20ού αιώνα», εκδ. Α. Α. Λιβάνη), στο κεφάλαιο που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε το 1933, σε ηλικία 19 ετών. Τρεις νέοι από τον Μυλοπόταμο της Κρήτης, όλοι τους με αρχαία ονόματα (Σωκράτης, Πλάτωνας, Λυκούργος) ζούσαν σε μια νοικιασμένη κάμαρα στη Ζωοδόχου Πηγής. Χρόνια κρίσης, μόχθου και ταλαιπωρίας, γράφει, όταν οι περισσότερες γειτονιές της Αθήνας θύμιζαν μεγάλο χωριό. Σκόνη, λάσπη, νερό και ηλεκτρικό με διακοπές και όχι για όλους, φτωχοντυμένοι πρόσφυγες, ενώ οι ουρές στη δημόσια βρύση ήταν το σήμα κατατεθέν της εποχής, καθώς πολλοί περίμεναν, με τον τενεκέ στο χέρι, να πάρουν νερό για τις ανάγκες του σπιτιού.
Ομως, ο νεαρός Λυκούργος πετά. Ηδη έχει αγαπήσει την κρητική λογοτεχνία («Ερωτόκριτος», «Ερωφίλη», «Θυσία του Αβραάμ») και τώρα γνωρίζει τη ρωσική. «Οταν διάβασα το “Eγκλημα και τιμωρία”, έκανα μια βδομάδα να συνέλθω από την αναστάτωση που μου προκάλεσε», παραδέχεται. Ταυτόχρονα, διαβάζει με πάθος Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Καβάφη, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, βυζαντινή ιστορία, αρχαίους φιλοσόφους, τoυς τραγικούς και τον Αριστοφάνη. Ασφαλώς, αυτό που καθόρισε την πορεία του Λυκούργου Καλλέργη, που άλλαξε τη ζωή του, ήταν το θέατρο, αφού στα 20 χρόνια του, εφτά μήνες σπουδαστής στη Δραματική Σχολή, έπαιξε στην «Ερωφίλη» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.
Ο Καλλέργης στάθηκε ένας πολύ τυχερός καλλιτέχνης, ένας πολύ τυχερός άνθρωπος, μόνο που την τύχη του τη διάλεξε, την έχτισε και την κέρδισε μόνος του, δεν του τη δώρισαν. Οταν ένα παλικαράκι δεν διαβάζει απλώς τον Ντοστογιέφσκι, αλλά συνομιλεί μαζί του και «αναστατώνεται» είναι σίγουρο ότι θα ζήσει μια πλούσια, γεμάτη ζωή –κάτι που δεν το εγγυάται η ανάγνωση των περιπετειών του Χάρι Πότερ.Ως προς το επίπεδο των ανέσεων, τα νοικιασμένα δωμάτια των φτωχών φοιτητών αλλά και των ταπεινών και καταφρονεμένων στις λαϊκές πολυκατοικίες της Αγίας Πετρούπολης, όπως τα περιγράφει ο Ρώσος κλασικός στο «Εγκλημα και τιμωρία», δεν πρέπει να ήταν πολύ διαφορετικά από εκείνο όπου ζούσαν τότε τα τρία αδέλφια από την Κρήτη. Το δωμάτιο του Ρασκόλνικοβ ήταν τόσο μικρό, που ο πρώην φοιτητής μπορούσε να κλείσει την πόρτα ενώ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ενώ μια πολυμελής οικογένεια, που έμενε σε ένα μεγαλύτερο, επίσης νοικιασμένο δωμάτιο, ήταν τόσο φτωχή που «το κρεβάτι δεν είχε κουρτίνες». (Προφανώς, οι κουρτίνες προστάτευαν από το κρύο, αλλά πρόσφεραν και την αναγκαία «ιδιωτικότητα», όπως λέμε σήμερα.)
Δεν ξέρουμε πώς ήταν εκείνο το νοικιασμένο δωμάτιο στη Ζωοδόχου Πηγής, αν οι ένοικοι ζεσταίνονταν με ξυλόσομπα ή μαγκάλι, ξέρουμε όμως ότι ο Καλλέργης δεν ζούσε, δεν έζησε σε έναν γυάλινο ή χάρτινο κόσμο. Χάρη στην αυτοβιογραφία του, ξέρουμε ότι στην Αθήνα του ’30, στην Ελλάδα της κρίσης και των στεναγμών, ένα όμορφο αγόρι από την Κρήτη ζει μες στη φτώχεια, αλλά δεν παγιδεύεται από αυτήν. Βρίσκει τον δρόμο της θεατρικής πράξης και του λόγου, συναντιέται με την πνευματική πρωτοπορία εκείνων των χρόνων, παλεύει, ματώνει, προχωρεί. Ο Καλλέργης δεν έγινε σπουδαίος ηθοποιός επειδή διάβαζε πολύ. Διάβαζε γιατί η προσωπικότητά του τον έσπρωχνε «να τα μάθει όλα», τα παλιά και τα νέα.Οσα χρήματα και αν έχουμε, δεν είναι εύκολο να γίνουμε δεκτοί στα μεγάλα πανεπιστήμια όπου σπούδασε αυτός ο άνθρωπος. Γι’ αυτά απαιτούνται άλλου είδους εξετάσεις, άλλου είδους βλέμμα.
Μαριάννα Τζιαντζή
|