Ο Νόαμ Τσόμσκι είπε κάποτε πως ο
μεγάλος γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν δεν ήταν παρά ένας «διασκεδαστικός
και απόλυτα συνειδητός τσαρλατάνος». Παρόμοιες εκφράσεις
χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, που επανέφερε τη
λακανική θεωρία δυναμικά στο προσκήνιο. Ο Ζίζεκ δεν γνωρίζει ταμπού
ούτε τον απασχολούν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε θεωρίες, σχολές
και τροπικότητες. Ισως γι' αυτό να έχει κατηγορηθεί ως επιφανειακός.
Παρ' όλα αυτά και παρά τις ενίοτε θεωρητικές ακροβασίες στις οποίες
καταφεύγει, οι στέρεες γνώσεις του, το βάθος της σκέψης του και η
οξυδέρκειά του δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Από
το αριστουργηματικό «Υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας» (1989) μέχρι
τους πρόσφατους «Λοξούς στοχασμούς», οι θεωρητικές αναζητήσεις του
Ζίζεκ ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν από έναν αιρετικό μαρξισμό.
Σήμα
κατατεθέν της γραφής του, τα ανέκδοτα (κακής ποιότητας όπως
παραδέχεται ο ίδιος) και οι καθημερινές ιστορίες που χρησιμοποιεί ως
παραδείγματα. Ο Ζίζεκ επίσης αντλεί έμπνευση από τον χώρο της μαζικής
κουλτούρας - το «πεδίο μάχης των ιδεών σήμερα» - αλλά και της τρέχουσας
πολιτικής σκηνής. Στα γραπτά του βρίσκει κανείς αναφορές από τον Καντ
μέχρι τον Λεονάρντο ντι Κάπριο και από τον Λένιν μέχρι τον Τζορτζ Μπους
και το «Αβαταρ». Ετσι καταφέρνει να γεφυρώσει όσο κανείς άλλος το χάσμα
ανάμεσα στην ελίτ θεωρία και την ποπ αισθητική, την «high» και τη
«low» κουλτούρα. Σύμφωνα με την κορυφαία θεωρητικό Τζούντιθ Μπάτλερ, το
γεγονός πως ο Ζίζεκ μπορεί να μιλάει ταυτόχρονα και με την ίδια άνεση
για τον Αλτουσέρ και τον «Μονομάχο» είναι ανακουφιστικό.
Δεν
είναι τυχαίο ότι τρία πρόσφατα βιβλία που φέρουν την υπογραφή του
είναι σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα. Το «Βία. Εξι λοξοί στοχασμοί», το
συλλογικό «Η ιδέα του κομμουνισμού» που κυκλοφόρησε στη Βρετανία και το
«Λακάν» που επικεντρώνονται σε τέσσερα πανανθρώπινα και διαχρονικά
στοιχεία: την ιδεολογία, την πίστη, την επανάσταση και τον έρωτα.
Ο
Ζίζεκ νοσταλγεί την εποχή των πολιτικών οραμάτων, τότε που υπήρχε η
αίσθηση της καθημερινής συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση της
μοίρας τους και η συζήτηση σχετικά με το ποιο πολιτικό σύστημα θα
υπερίσχυε ήταν καθημερινή. Αντίθετα σήμερα η πολιτική δράση κατήντησε
όπως ο καφές χωρίς καφεΐνη, ο πόλεμος χωρίς απώλειες ή ο έρωτας χωρίς
επαφή, όπως συμπεραίνει στο βιβλίο του για τον Λακάν. Αυτή ακριβώς η
ντεκαφεϊνέ πολιτική κουλτούρα τού σήμερα αποτελεί τον ουσιαστικό θρίαμβο
του Φράνσις Φουκουγιάμα, που είχε προβλέψει το «Τέλος της Ιστορίας».
Οπως
διαπιστώνει σαρκαστικά ο Ζίζεκ: «Οι πιο πολλοί άνθρωποι σήμερα είναι
Φουκουγιαμικοί: ο φιλελεύθερος καπιταλισμός έχει γίνει αποδεκτός ως η
πολυπόθητη φόρμουλα της πλέον τέλειας κοινωνίας». Η αποδοχή της
ηγεμονίας του φιλελευθερισμού και η εσωτερίκευση της πεποίθησης πως δεν
υπάρχει εναλλακτική λύση χαρακτηρίζουν σήμερα το σύνολο της Αριστεράς,
και αυτό ακριβώς αποτρέπει την ανάδυση νέων ουτοπιών, καταλήγει.
Και
εδώ ο σλοβένος θεωρητικός θέτει το ερώτημα: μήπως είναι καιρός να
θυμηθούμε τις θετικές πλευρές της υποτιθέμενης «χαμένης υπόθεσης» του
κομμουνισμού; Στον συλλογικό τόμο «Η ιδέα του κομμουνισμού» που
συνεπιμελήθηκε με τον Κώστα Δουζίνα, προτείνει (παρέα με μια πλειάδα
ιερών τεράτων της θεωρίας) μια αποδαιμονοποιημένη και ανανεωμένη
κομμουνιστική θεώρηση, απελευθερωμένη από σταλινικά κατάλοιπα και
προσαρμοσμένη στα μεγάλα ζητήματα του σήμερα: τους κοινωνικούς
αποκλεισμούς, την οικονομική ύφεση, την περιβαλλοντική υποβάθμιση.
«Σε
αντίθεση με την κλασική εικόνα των προλετάριων που "δεν έχουν τίποτα
να χάσουν από τις αλυσίδες τους", εμείς διανύουμε τον κίνδυνο να
χάσουμε τα πάντα», προειδοποιεί ο Ζίζεκ, δεδομένης της γενικευμένης
κρίσης του συστήματος. Αναγκαία προϋπόθεση για την κοινωνική χειραφέτηση
είναι η επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής, η «επάνοδος» της Ιστορίας.
Και σε περίπτωση που τα πράγματα και πάλι αποβούν αρνητικά για το
αριστερό διακύβευμα, παραπέμπει στη φράση του Μπέκετ: «Προσπάθησε ξανά,
απότυχε ξανά, απότυχε καλύτερα».
Θα
μπορούσε λοιπόν ο άνθρωπος από τη Λιουμπλιάνα να θεωρηθεί εκ των
γκουρού της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς; Σαφώς όχι. Σε αντίθεση
με τις προγραμματικά αριστερές θέσεις του, ο ίδιος δεν εντάσσεται σε
συλλογικότητες ούτε τις προωθεί - αρνείται πεισματικά μέχρι και το να
έχει φοιτητές. Ετσι, παρότι λειτουργεί ως ο θεωρητικός εκφραστής μιας
ολόκληρης γενιάς (μαζί με τους Αλέν Μπαντιού, Μάικλ Χαρντ και άλλους),
δεν μετακενώνει τις ιδέες του σε πράξεις. Αν και αυτό δεν είναι
υποχρεωτικά κακό, είναι σίγουρα αξιοσημείωτο. Τα κοινωνικά κινήματα «από
τα κάτω», τα αντιμετωπίζει με καχυποψία: δηλώνει την αντίθεση του στη
«γραφικοποίηση» των Ζαπατίστας και στηλιτεύει την αδυναμία του
κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης να προσφέρει εναλλακτικές προτάσεις
για ριζική κοινωνική αλλαγή. Ο ίδιος αντιπροτείνει τη θεωρητική
κατάρτιση ως τη μόνη πραγματικά επαναστατική επιλογή.
Αντίθετα
από τον Τσόμσκι, ο Ζίζεκ δεν αρκείται στην εμπειρική θέαση του κόσμου
και των γεγονότων, αλλά επιμένει στην αλλαγή του ιδεολογικού υπόβαθρου
των πολιτών. Και γι' αυτό τον σκοπό καταλήγει πως «η θεωρία είναι ιερή
και τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ», απορρίπτοντας τον άκριτο
κινηματικό βολονταρισμό και θυμίζοντας την προτροπή του Λένιν για
«μελέτη, μελέτη, μελέτη».
Είναι
γεγονός πως ο Σλάβοϊ Ζίζεκ συχνά αυτοαναιρείται, πως αρέσκεται στην
παραδοξολογία και τον θεωρητικό ναρκισσισμό και πως ο καταιγιστικός
τρόπος που σκέφτεται και γράφει πιθανότατα να χρήζει και αυτός
ψυχανάλυσης. Επιπλέον, ο Ζίζεκ όντως «ξεφεύγει» από την παραδοσιακή
μορφή στοχαστή που εκθέτει τις ιδέες του με δομημένο τρόπο, έχοντας
εγκαταλείψει τις λογικές αλληλουχίες για χάρη των χαλαρών συρραφών και
του bricolage. Tο έργο του δεν αποτελεί corpus με συνεκτική δομή που να
επιδέχεται συνολική κριτική. Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε κάποιος
να του καταλογίσει, αυτό είναι πως ενίοτε - και δεδομένου του
βιτριολικού του χιούμορ - είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς κατά πόσο
λέει κάτι απλώς για να προβοκάρει ή αν όντως το εννοεί. Ωστόσο, με
δεδομένη τη χαρακτηριστική ευκολία με την οποία μπορεί και μπολιάζει τη
σκέψη μας με θεωρητικά σχήματα, ο Ζίζεκ είναι πιθανώς ο απόλυτος
maitre a penser, ο διεισδυτικός δημόσιος διανοούμενος που έχουμε ανάγκη
αυτή τη στιγμή.
Ισως η προσωνυμία «Ελβις Πρίσλεϊ της κοινωνικής θεωρίας» που του έχουν αποδώσει να είναι τελικά τίτλος τιμής.
Ρεπορταζ: Γράφει ο Κωστής Κορνέτης
|