Το έργο του αποτελεί αξιοζήλευτο υπόδειγμα ελληνικής αρχιτεκτονικής, που έκανε δική της μια διεθνή γλώσσα. Χάρη σ’ αυτό αναδείχθηκε στη χώρα μας σε «γενάρχη» του μεταπολεμικού μοντερνισμού και έτυχε διεθνούς αναγνώρισης. Ωστόσο «φυλακίστηκε» στην ιδέα της καθολικής αξίας της αρχιτεκτονικής του και βίωσε την πίκρα ενός απομονωμένου Δον Κιχώτη, που βλέπει τις ιπποτικές αξίες του να μη γίνονται αποδεκτές από αυτούς στους οποίους τις απεύθυνε.Το να γράψει κάποιος σήμερα ένα κείμενο γι’ αυτόν μπορεί να φαντάζει σαν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Κι αυτό γιατί έδωσε, μέσα από το έργο και τα γραπτά του, τις απαντήσεις σε κάθε πιθανή ερώτηση που θα μπορούσε να του θέσει ένας δημοσιογράφος. Έτσι, το υλικό που διατίθεται είναι τόσο άφθονο και εύληπτο, ώστε αρκεί να στρωθεί κανείς και να γράψει ακόμα ένα είμενο –το δικό του– για τον Άρη Κωνσταντινίδη.Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κάθε φορά που προσεγγίζει κανείς αυτό το υλικό, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι ξαφνικά μεταμορφώνεται και γίνεται ένας «μαγικός καθρέφτης» που επιμόνως τού ζητά να πάρει σαφή θέση –ηθικής τάξεως– απέναντι σε βασικά και δύσκολα ερωτήματα, όπως π.χ. τι είναι ανθρώπινο ή τι σημαίνει σύνεση και τι ειλικρίνεια και πώς όλα αυτά θα μπορούσαν να εκφράζονται, με σύγχρονο τρόπο, μέσα από την αρχιτεκτονική.Με δυο λόγια, ο Άρης Κωνσταντινίδης είναι ένας μύθος που διχάζει όποιον τον προσεγγίζει, αλλά και του φανερώνει, όπως κάθε μύθος, τουλάχιστον μια αλήθεια… Αυτή που ο καθένας επιλέγει να δει.Αυτόφωτος πλανήτης. «Γεννήθηκα στην Αθήνα, το 1913. Μετά από τις γυμνασιακές σπουδές στο “Βαρβάκειο Πρακτικό Λύκειο” έφυγα για τη Γερμανία, για το Μόναχο, όπου φοίτησα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του εκεί Πολυτεχνείου από το 1931 μέχρι και το 1936». Πίστευε όμως στη γνώση που αποκτά κανείς επιλεκτικά και μόνος του –από τα ταξίδια, για παράδειγμα– και φρόντιζε πάντα να επισημαίνει ότι η αρχιτεκτονική του ήταν αυτόφωτη κι ανεπηρέαστη από άλλους αρχιτέκτονες. «Γιατί να μαθητέψω σε άλλους, όταν μπορώ να έχω για δάσκαλό μου αυτά που κλείνω μέσα μου. Και γιατί έχω κρίνει πως είναι γνήσια και αληθινά».Η αιώνια αλήθεια μέσα στο ανώνυμο έργο. Ενδιαφερόταν για μια σύγχρονη αρχιτεκτονική σε πλήρη αρμονία με το ελληνικό τοπίο. Αυτό τον ώθησε στη μελέτη της ανώνυμης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Στο διάστημα 1947-1953 δημοσίευσε τρία σημαντικά βιβλία: «Δύο χωριά απ’ τη Μύκονο», «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» και «Ξωκλήσια της Μυκόνου». Επανεκδόθηκαν όλα, τον περασμένο μήνα, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Και το γεγονός αυτό ήταν η αφορμή για το παρόν άρθρο.Ωστόσο, προσέγγιζε το αντικείμενό του με βλέμμα υπερβατικό. Χωρίς το γλυκανάλατο θαυμασμό των λαογράφων της εποχής (τους οποίους, κυρίως, ειρωνευόταν), χωρίς παρελθοντολαγνεία και χωρίς να χαρίζεται στη γραφικότητα.Το Μοντέρνο και το αρχαίο. Αν όφειλε να υπεραπλουστεύσει κανείς τα πράγματα για να περιγράψει την αρχιτεκτονική του Άρη Κωνσταντινίδη με μία μόνο φράση, θα μπορούσε να πει: η ιδιοφυής του σύλληψη ήταν η ζεύξη της τυπολογίας του αρχαίου μεγάρου με τον εξορθολογισμό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης πάνω σε κάναβο, σύμφωνα με τις αρχές του Μοντέρνου κινήματος. Στο βιβλίο του «Η τρέλα του τόπου», ο Ζήσης Κοτιώνης αναφέρει ότι αυτή η ιδιωματική απόδοση του Κωνσταντινίδη έφτασε σε μια υψηλή και λιτή ποιητική έκφραση.Θεωρούσε ότι η ουσία της αρχιτεκτονικής του αρχαίου μεγάρου βρίσκεται σε μια «διαβάθμιση» – δηλαδή, στο προοδευτικό πέρασμα από τον υπαίθριο χώρο, σε έναν ημιυπαίθριο χώρο και μετά σε έναν πιο κλειστό χώρο, αλλά με μεγάλα ανοίγματα, για να καταλήξει σε έναν ακόμα πιο κλειστό χώρο, με μικρότερα ανοίγματα. Η μετάβαση αυτή από το υπαίθριο και φωτεινό στο πιο κλειστό και σκοτεινό συνιστά την καθολική αλήθεια για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος έχτιζε χώρους που κάλυπταν απλές ζωτικές ανάγκες του, χωρίς να τον ξεκόβουν από τη φύση. Αυτή την «αληθινή αρχιτεκτονική» τη συναντούσε ζωντανή –έχοντας διατρέξει τους αιώνες– στα χωριά της Μυκόνου, στα ξωκλήσια, στις καλύβες και στα πρόχειρα υπόστεγα στην ελληνική ύπαιθρο. Και πέτυχε να αποδώσει μια ανασύνθεσή της, μέσα από το αφαιρετικό και διανοουμενίστικο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο του Μοντερνισμού. Το σπίτι για διακοπές στην Ανάβυσσο –έργο του 1962 και από τα πλέον αξιοθαύμαστα απ’ όσα έχτισε– είναι ένα εξαιρετικό υπόδειγμα του πώς κατάφερνε μέσα από μία αρχιτεκτονική σύνθεση υψηλότερων απαιτήσεων διαβίωσης, να επανέρχεται στη θεμελιώδη ιδέα της «απλής ανθρώπινης ανάγκης» στην ελληνική γη να δεθούν «το έξω και το μέσα σε ένα χώρο». Αυτό από μόνο του εξηγεί πολλούς «λιβέλους» που κατά καιρούς έγραφε, όπως, για παράδειγμα, εκείνον για τα κλιματιστικά – μια νέα, τότε, βάρβαρη εφεύρεση του αμερικάνικου τρόπου ζωής, που επέβαλε σαφή διαχωρισμό του μέσα από το έξω.Η χρυσή δεκαετία. Ερωτεύτηκε την εγγονή του Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη, τη γλύπτρια Ναταλία Μελά, την οποία παντρεύτηκε το 1951. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Κωνσταντινίδη και την designer Αλεξάνδρα Τσουκαλά, που μαζί διαχειρίζονται το περίφημο αρχείο του πατέρα τους. Στο διάστημα 1957-1967, διετέλεσε προϊστάμενος της Τεχνικής Υπηρεσίας του ΕΟΤ. Ήταν η εποχή που, μεταξύ άλλων, σχεδίασε και επίβλεψε την κατασκευή των περίφημων ξενοδοχείων «Ξενία», που χτίστηκαν σε εξαιρετικά προνομιακές θέσεις, σε τουριστικές περιοχές, με στόχο να προβάλουν το πρόσωπο μιας νέας Ελλάδας, σύγχρονης με την εποχή της και πρόθυμης να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του διεθνούς τουρίστα. Φωτογράφιζε ο ίδιος τα κτίριά του και γενικότερα ασχολείτο συστηματικά με τη φωτογραφία, κάνοντας μάλιστα και αρκετές εκθέσεις. Πολλές από τις φωτογραφίες του που έδειχναν διάφορα κτίσματα ή και απλούστερες κατασκευές της ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής και που ο Άρης Κωνσταντινίδης ονόμαζε «Θεόκτιστα», συγκεντρώθηκαν σε ένα λεύκωμα (με αυτόν τον τίτλο), το οποίο εκδόθηκε το 1994, ένα χρόνο μετά το θάνατό του.Πάντα, έγραφε. «Πρώτα έχτιζα, σε οικοδομή, ό,τι είχα να πω και μετά το… ξανάχτιζα με λόγια. Και γι’ αυτό, τότε, όλα όσα έγραφα ήτανε σύμφωνα με αυτά που έχτιζα». Ο λόγος του ήταν πάντα ευθύς και καθαρός, όσο και οι θέσεις του για τα ζητήματα που ανέλυε. Ωστόσο, τα γραπτά του μαρτυρούσαν το πόσο απόλυτος ήθελε να είναι – κατά συνέπεια και το πόσο ακραίος μπορούσε να γίνεται. Αυτό το γνώριζε καλά και ήδη το 1939 σημείωνε: «Πρέπει να έχω να χτίζω. Και να δούμε πώς θα τα καταφέρω. Και σίγουρα θα έχω να υποφέρω. Έτσι που δεν δέχουμαι συμβιβασμούς […] Και που θέλω να τα έχω όλα τέλεια και λιτά και απλά και αυτονόητα».Διάσταση απόψεων. Εξαιτίας της χούντας, τον Ιούλιο του 1967 έφυγε στην Ελβετία, όπου άρχισε να διδάσκει ως «προσκαλεσμένος καθηγητής» στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Επέστρεψε στην Αθήνα τρία χρόνια αργότερα, όπου παρέμεινε «σχεδόν χωρίς απασχόληση». Το 1975 επανατοποθετήθηκε στον ΕΟΤ, από τον οποίο «αποχώρησε» το 1978 «λόγω ορίου ηλικίας»... «[…] μπορώ τώρα να τρέχω πιο απερίσπαστος, πιο ανεμπόδιστος – και πουθενά πια “υπάλληλος”, όπου είχα καταφέρει να κερδίσω το χαρακτηρισμό του δύστροπου που λέει όλο όχι». Δεν ήταν, όμως, μόνο οι δημόσιες υπηρεσίες που τον έβρισκαν «δύσκολο». Ο ίδιος πίστευε ότι «κάθε αληθινό αρχιτεκτόνημα είναι ένα ΔΟΧΕΙΟ ΖΩΗΣ» και ως εκ τούτου ο αρχιτέκτονας δείχνει με τα χτίσματά του «με ποιον τρόπο βλέπει τη ζωή». Και για τον Κωνσταντινίδη, η ζωή θα έπρεπε να είναι τέτοια «που όλοι οι άνθρωποι να ζούνε άνετα, απλά, λιτά, συνετά και μονιασμένα». Αλλά όπως σημειώνει ο Ζήσης Κοτιώνης: «Οι πελάτες, καλομαθημένοι αστοί του ηδονικού μοντερνισμού, εγκατέλειπαν τις επιταγές ενός ασκητικού βίου σε ένα περιβάλλον όπου έπρεπε συνεχώς να κυριαρχεί το ύπαιθρο και η αδρή ύλη». Αυτό όμως είναι ένα ηθικό δίλημμα, που εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο και σε εκκρεμότητα. Κι ας συνειδητοποιούσε από τότε ο Κωνσταντινίδης πως «ό,τι καλό μπορεί να χτίσει κανείς είναι για έναν κόσμο που δεν θέλει να υπάρχει…».Απόσταγμα απαισιοδοξίας. Η απομόνωση και η απαισιοδοξία είχαν αρχίσει να τον βαραίνουν. Ήδη το 1980 έγραφε: «Αισθάνομαι συχνά όπως ο Ρασκόλνικοφ, από το “Έγκλημα και Τιμωρία” του Ντοστογέφσκι. Δηλ. αποτραβηγμένος, για να μη βλέπω άνθρωπο, ή όπως μια χελώνα που κλείνεται στο καβούκι της… Κι όπως, εδώ και δύο χρόνια, δεν είχα τίποτα να χτίσω κι όταν όλη μου η ζωή ήτανε η αρχιτεκτονική. Με τα χτισίματα, στο ένα ή στο άλλο τοπίο… και έτσι όπως όλοι μου έχουνε γυρίσει την πλάτη, γιατί μάθανε πως θέλω να κάνω τη δουλειά μου και αυτή δεν τους βολεύει και δεν υπηρετεί τα “συμφέροντά” τους. Κι όπως με λέγανε πάντα ασυνεννόητο, επειδή ήθελα να κάνω τίμια τη δουλειά μου και με αγάπη και με ενθουσιασμό. Και επειδή η ζωή μου ήτανε, πιο πολύ, για την αρχιτεκτονική… Και που τώρα είναι σαν να μην έχω μια ζωή, αφού δεν έχω να χτίζω».Παρ’ όλ’ αυτά, τον Αύγουστο του 1990, τρία χρόνια πριν την αυτοκτονία του, ο Άρης Κωνσταντινίδης σημείωνε: «Αν ήτανε να μου ζητούσανε τώρα να χτίσω ένα σπίτι, ένα ξενοδοχείο, ένα μουσείο, μια πολυκατοικία, θα τα έκανα, όλα αυτά, με τον ίδιο τρόπο, ίδια και απαράλλαχτα, όπως πριν 20 ή 30 χρόνια. Όχι γιατί στέρεψε το μυαλό μου και δεν έχω να πω κάτι το πιο “σύγχρονο” ή το πιο “προχωρημένο”, αλλά γιατί οι ιδέες που είχα τότες είναι ακόμα τόσο φρέσκες και δροσερές σήμερα (μετά από 20 ή 30 χρόνια), όπως το σύκο που θα έκοβα σήμερα το πρωί από το δέντρο του για να το φάω με ανείπωτη ευχαρίστηση και χαρά».
Γιάννης Κωνσταντινίδης
|