Θα το λέγαμε και δυσαρμονία μεταξύ λαού και κυβερνώσας τάξης. Aσύμπτωτοι βίοι, παράλληλες πραγματικότητες, άνω και κάτω κόσμος. Οπως και να το ονομάσεις, το πραγματικό παραμένει έτσι: η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας: οι πληττόμενοι ελευθεροεπαγγελματίες στραβοκοιτάνε τους συνταξιούχους των ΔΕΚΟ, ακόμη και τους ψαλιδισμένους δημοσίους υπαλλήλους, ενδόμυχα φθονούν τους γιατρούς της παρέας ή τους δικαστές, τους μεν γιατί τους υποψιάζονται για μαύρα και φακελάκια, τους δε γιατί δεν θα τους κουνήσει κανένας. Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.
Ακούς διηγήσεις δυσχέρειας, στο όριο της αδυναμίας, από επαγγελματίες και εμπόρους· ακούς διπλανούς που χάσαν τη δουλειά τους, που έχουν παιδιά 25 και 30 χρόνων χωρίς καμιά προοπτική εργασίας· γνωστούς που βάζουν πωλητήριο ανάγκης σ’ ένα κληρονομημένο σπίτι και αγοραστή δεν βρίσκουν. Σφίγγεσαι. Κι ύστερα μαζεύεσαι προς τα έσω, βάζεις ασπίδα το χοντρό πετσί, να μη σ’ αγγίξει το κακό του άλλου. Ετσι διαρκώς, μια παλινδρόμηση μέσα-έξω, αυτή η παλινδρόμηση παράγει θλίψη, ψιλή ψιλή, διαπεραστική.
Αγωνιάς για τα παιδιά, τους νέους, κι ύστερα ζηλεύεις τα νιάτα, την αντοχή τους στον χρόνο. Τριγυρνάς σε άλλες γειτονιές, σε άλλους κόσμους, με ανθρώπους ανέγγιχτους, περνούν διαμέσου της δυσχέρειας, «και όσοι έχουν, δεν είναι φτωχοί, καταλαβαίνετε, πιέζονται, είναι άσχημα για όλους», λέει μια συμπαθέστατη κυρία με ξενική προφορά, ανησυχούμε από κοινού για τα παιδιά που ξενιτεύονται στο Amherst College, με ροζέ σαμπάνια στο χέρι, η αττική νυχτιά είναι θερμή και υγρή, στα πόδια μας απλώνεται η πόλη σαγηνευτική, δυσοίωνη. Παράλληλες πόλεις, ασύμπτωτες, αντιθετικές.
Σε κήπους αθηναϊκούς, πυρωμένες πλατείες, τραπεζάκια καφεστιατορίων, σπιτικές αυλές, φιλόξενα λίβινγκ ρουμ, Ελληνόπουλα σαστισμένα, ανήσυχα, προσπαθούν να μετρήσουν τη δυσκολία και να οχυρωθούν απέναντί της. Οι παρέες ανασυντίθενται περιοδικά, με πείσμα, σε ζουρ φιξ που πυκνώνουν, για να κουβεντιάσουν από κοινού και να ψαύσουν το ολισθηρό παρόν. Αθροίζουν συμφωνίες, πληροφορίες, κουτσομπολιά, φήμες, σκορπάνε καταδίκες, ρισκάρουν βραχύβιες προβλέψεις, επικοινωνούν ενδιαμέσως με μέιλ, φέισμπουκ και τουίτερ. Διαρκώς επικοινωνούν και διαρκώς πηγαινοέρχονται γύρω από τις ίδιες δοξασίες, φωτοτακτισμός γύρω από το φωτεινό μετέωρο της πτώχευσης, αυτό ορίζει τον βηματισμό, τη διάθεση, τον βίο.
Σκεφτόμαστε το πλήθος τέσσερις εβδομάδες στους δρόμους, με σκαμπανεβάσματα, με μούντζες, καρναβάλι που κουράζεται, ελπίδες που λιγοστεύουν, ματαίωση που φουντώνει. Εριξαν μια κυβέρνηση για λίγες ώρες, αμέσως σχηματίστηκε άλλη να εφαρμόσει τα ίδια. Ούτε ένα ψίχουλο δεν κέρδισε το πλήθος. Θα αφήσουν τις πλατείες ηττημένοι; Πού θα παροχετευθεί όλος τούτος ο θυμός, αν αποδειχθεί ατελέσφορη και τούτη η τελετουργία; Θα στραφεί προς τα μέσα, παλίνδρομα, θα φαρμακώνει το μέσα, θα γίνει τοξική ματαίωση, απόγνωση, μίσος τυφλό. Κουφό κράτος, τυφλή διοίκηση, ανυπεράσπιστη κοινωνία, με φωνή που δεν εισακούεται.
Eίτε να φέρεσαι καλά στους ανθρώπους είτε να τους συντρίβεις, αν τους αφήσεις με ελαφρές πληγές θα σηκωθούν σε εκδίκηση – αναλαμπή από τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Το κράτος θα συντρίψει τον λαό του; Διαβάζει Μακιαβέλι τη νύχτα ο δικός μας; Αν ναι, θα διάβασε κι αυτό: Ο ηγεμών θα πρέπει να εμπνέει φόβο, έτσι ώστε αν δεν κερδίσει την αγάπη, να αποφύγει το μίσος.
Στις παρυφές της πλατείας τα μπαρ ξενυχτούν και τζιράρουν, οκτώ ευρώ το ποτό.
Νίκος Γ. Ξυδάκης