Από τη μια είναι οι ξένοι, κάθε εθνικότητας και παιδείας, δημοσιογράφοι, αναλυτές ή πολιτικοί, που, όταν αναφέρονται σε όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, ανατρέχουν σχεδόν πάντοτε σε κάποια πτυχή της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, γραμματείας ή ιστορίας. Κι ακούμε έτσι και διαβάζουμε για το πιθάρι των Δαναΐδων, την ελληνική τραγωδία, τη μοίρα του Σίσυφου, την Οδύσσεια κ.τ.λ. Τίποτα παράδοξο. Κι εμείς, στις αναφορές μας σε άλλες χώρες ή λαούς, αντλούμε από το απόθεμα των στερεοτύπων (απαξιωτικών ή τιμητικών) εκείνα που πιστεύουμε ότι θα γίνουν κατανοητά ταχύτερα και μαζικότερα. Το γεγονός άλλωστε ότι τα σημεία Ελληνες και Ελλάδα έχουν μακρότατη ιστορία, εμπλουτίζοντας τη διεθνή κουλτούρα με πολλά εύκολα αναγνωρίσιμα σύμβολα, εξωθεί τους ποικίλους αφηγητές στη χρήση μοτίβων από την αρχαιότητα, είτε τα κατέχουν πράγματι είτε τα έχουν απλώς ακουστά. Ακόμα και στα καρτούν μάς παίζουν: Εβλεπα πρόσφατα ένα επεισόδιο των διάσημων «Σίμσονς», κι ο μπαμπάς, ο Χόμερ-Ομηρος, μονίμως αγόμενος από τα πάθη και το θυμό του, αποφαίνεται πως είναι «παθιασμένος σαν Ελληνας». Τους αρχαίους θα εννοούσε προφανώς. Την αγανάκτηση των πλατειών δεν έχουν προλάβει να την αξιοποιήσουν οι σεναριογράφοι.
Από την άλλη είμαστε εμείς, οι απόγονοι και κληρονόμοι κατά τον αυτοπροσδιορισμό μας, στο πλαίσιο του οποίου δεν χωρούν αμφιβολίες και αμφισβητήσεις, λόγου χάρη ως προς τη μοίρα που επιφυλάσσουμε στην κληρονομιά: τη μοίρα ενός αγαθού που δίχως να το γνωρίζουμε καλά καλά, επειγόμαστε να το αξιοποιήσουμε – ποικιλοτρόπως. Κι εμείς λοιπόν στολίζουμε τα λεγόμενα και τα γραφόμενά μας με παραπομπές στην αρχαιότητα, άλλοτε ωφέλιμες και αναγκαίες και άλλοτε όχι, ενίοτε με επίγνωση και συνηθέστερα με μπόλικη δοκησισοφία. Εν πάση περιπτώσει, τρία ήταν τα ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας που το όνομά τους ακούστηκε αρκετά τις τελευταίες εβδομάδες, για λόγους πολιτικούς ή καλλιτεχνικούς: Ο Σόλων, ο Φειδίας και ο Θεμιστοκλής (από κοντά κι ο Ευρυβιάδης λοιπόν). Ο Σόλων, χάρη στη σεισάχθειά του, είχε γίνει σύνθημα σε πλακάτ της πλατείας Συντάγματος πριν τον μνημονεύσει ο Μίκης Θεοδωράκης, τον δε Θεμιστοκλή και τον Ευρυβιάδη τούς κακομεταχειρίστηκε ο κ. Καρατζαφέρης, αποπειρώμενος να σκαρώσει άλλη μία ατάκα, ακολούθησε δε ο κ. Σαμαράς. Οσο για τον Φειδία, έγινε πρωτοσέλιδος επειδή έπειτα από δυόμισι χιλιετίες, μια εμβληματική μαρμάρινη λεοντοκεφαλή, έργο των χειρών του, κατέβηκε από το ύψος της στη βορειοδυτική γωνία του Παρθενώνα για να συντηρηθεί.
Η τύχη λοιπόν έφερε έτσι τα πράγματα ώστε να ακουστούν τον ίδιο καιρό τρία από τα βαρύτερα ονόματα του αρχαιοελληνικού βίου, που και τίποτε άλλο κοινό να μη διαθέτουν, έχουν το εξής: Και ο Σόλων και ο Θεμιστοκλής και ο Φειδίας, θύματα και αυτοί μιας οιονεί φυλετικής συνήθειας, κατηγορήθηκαν για πράξεις αλγεινές, οι οποίες μάλιστα δεν μείωναν το γόητρό τους γενικώς και αορίστως αλλά αμαύρωναν τα ίδια τα κορυφαία επιτεύγματά τους – τη σεισάχθεια, τον νικηφόρο πόλεμο κατά των Περσών, τη δημιουργία του Παρθενώνα. Τι λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, η σκέτη κακεντρέχεια και η ζηλοφθονία, η ροπή να γκρεμίζουμε αγάλματα που μόλις τα στήσαμε, το φατριαστικό πάθος (στα όρια του εμφυλίου αυτό) ή το δαιμόνιο της κριτικής που δεν θαμπώνεται με τίποτα και δεν ηρεμεί ποτέ, δεν είναι εύκολο να ειπωθεί.
«Σόλων Εξηκεστίδου Σαλαμίνιος πρώτος μεν την σεισάχθειαν εισηγήσατο Αθηναίοις· το δεν ην λύτρωσις σωμάτων τε και κτημάτων. Και γαρ επί σώμασιν εδανείζοντο και πολλοί δι’ απορίαν εθήτευον», ιστορεί ο Διογένης Λαέρτιος. Η σεισάχθεια λοιπόν, η ακύρωση των χρεών προς το Δημόσιο και προς ιδιώτες, και η απαγόρευση να δανείζεται κανείς υποθηκεύοντας το ίδιο του το σώμα, υπήρξε η πρώτη πολιτική πράξη του Σόλωνα· ο ίδιος μάλιστα της έδωσε το όνομα αυτό, εγκαινιάζοντας την πρακτική των Αθηναίων να επικαλύπτουν την ωμότητα των πραγμάτων με «χρηστά και φιλάνθρωπα ονόματα». Και με το δίκιο του, στα ποιήματά του καμάρωνε επειδή «λευτέρωσε τη γη την υποδουλωμένη, / βγάζοντας του χρέους τα σημάδια που ήταν παντού μπηγμένα» (τα σημάδια αυτά, οι «όροι», κάτι σαν μνημόνια εποχής, ήταν πέτρινες πλάκες που τις έβαζαν στα χρεωμένα κτήματα, γράφοντας πάνω τους το ποσό του χρέους και τα ονόματα του δανειστή και του επώνυμου άρχοντα). Επιπλέον ο Σόλων εισήγαγε μια πρώτη μορφή του πόθεν έσχες, ανολοκλήρωτη έκτοτε, και έλαβε μέτρα που περιόριζαν την πολυτελή διαβίωση. Αν απέσβεσε πλήρως τα χρέη ή απλώς αλάφρωσε τους τόκους, όπως έγραψε ο Ανδροτίων, Αθηναίος πολιτικός του 4ου αιώνα, είναι ένα ερώτημα για τους ιστοριογράφους. Οπως διαβάζουμε πάντως στη βιογραφία του προδρόμου της δημοκρατίας από τον Πλούταρχο, ο μεταρρυθμιστής Σόλων «μπήκε σε μεγάλους μπελάδες με τη σεισάχθεια. Γιατί μόλις αποφάσισε να ξεγράψει τα χρέη και να μην ξαναμοιράσει τη γη, είπε τις σκέψεις του στους πιο πιστούς και στενούς του φίλους». Κι εκείνοι έτρεξαν και δανείστηκαν μεγάλα ποσά από τους πλούσιους κι αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης» (περίπου όπως θα συμβεί και στις μέρες μας, με ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή, οπότε όσοι άσκησαν το πατριωτικό τους καθήκον στέλνοντας με βαριά καρδιά τα χρήματά τους στην αφιλόξενη Ελβετία, θα βρεθούν σε θέση αγοραστικής ισχύος). «Μόλις λοιπόν κοινοποιήθηκε ο νόμος της σεισάχθειας», συνεχίζει ο Πλούταρχος, οι φίλοι του Σόλωνα, που είχαν εκμεταλλευτεί την ούτως ειπείν εσωτερική πληροφόρηση, «κατακράτησαν και τα κτήματα και τα δανεικά, γι’ αυτό και τους ονόμασαν χρεοκοπίδες. Βαριές κατηγορίες ακούστηκαν τότε για τον Σόλωνα, ότι δηλαδή αδίκησε και δεν αδικήθηκε. Μα βρήκε το δίκιο του όταν μαθεύτηκε πως είχε δανείσει μονάχα πέντε τάλαντα – που κι αυτά τα χάρισε πρώτος κατά τον νόμο».
Μια μέθοδος απελευθέρωσης ήταν η σεισάχθεια, «η των χρεών άνεσις», γιατί με αυτήν ο Σόλων «την ελευθερίαν εβεβαίωσε των πολιτών». «Ουδέν γαρ ην όφελος νόμων ισότητα παρεχόντων, ην αφαιρείται τα χρέη τους πένητας» σκεφτόταν ο Αθηναίος νομοθέτης. Δηλαδή, «δεν υπάρχει κανένα όφελος, αν οι νόμοι παρέχουν ισότητα αλλά τη στερούν τα χρέη. Αφού τότε οι φτωχοί, κι ας φαίνεται πως χαίρονται τη μεγαλύτερη ελευθερία, είναι υποδουλωμένοι στους πλούσιους, γιατί κι όταν ακόμα δικάζουν ή μετέχουν σε δημόσιες υπηρεσίες ή μιλούν στην αγορά, υπακούουν στις επιθυμίες των πλουσίων και αυτούς υπηρετούν». Πρόδηλη η αναλογία με τα σημερινά, με τη δανεική ελευθερία μας και τη χρεωστικώς μειωμένη κυριαρχία μας. Αλλά πρόδηλη και η διαφορά: Ο Σόλων, που χρησιμοποίησε ένα «φάρμακο επικίνδυνο μεν αλλά δραστικό», σαν άνθρωπος του μέτρου που ήταν, κατόρθωσε με την «αρετή» του και να πείσει και να κατανικήσει την εις βάρος του διαβολή. Ακόμα και οι ταπεινότεροι κόλακες των νυν αρχόντων και νομοθετούντων, όμως, δύσκολα θα ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο για τους κυρίους τους. Για τον Θεμιστοκλή και τον Φειδία, και τα δικά τους πάθη, την άλλη Κυριακή
Παντελής Μπουκαλας
|