Εξοχη δραματοποιημένη ανάγνωση του αριστουργήματος του Δημήτρη Χατζή «Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ» από την θεατρική ομάδα «Πρόχειρο Θέατρο»
Ο Δημήτρης Χατζής έχει τρεις περιόδους στη λογοτεχνική του πορεία. Με το μυθιστόρημα «Φωτιά» πριν από τον Εμφύλιο εγκαινίασε εντυπωσιακά την είσοδό του στο λογοτεχνικό μας πάνθεον. Ακολούθησε η επώδυνη εξορία στον υπαρκτό σοσιαλισμό παρόλο που συχνά τον έφερε ιδεολογικά αντίθετο με τις πρακτικές του σταλινισμού και των βαλκάνιων ή βορειότερων μιμητών του. Εκείνη την ώριμη περίοδο έγραψε τα υπέροχα διηγήματά του, που αμέσως τον καθιέρωσαν ως μέγα μάστορα του διηγηματικού μας κανόνα. Μετά τη μεταπολίτευση (τότε που είχαμε αρκετοί την τύχη για ώρες και νύχτες να συνομιλήσουμε μαζί του πάνω σε καίρια προβλήματα λογοτεχνίας και ιδεολογίας) και έως τον αιφνίδιο θάνατό του έκλεισε την πεζογραφική του παραγωγή με ακόμα ωριμότερα έργα (όπως π.χ. το «Διπλό βιβλίο»). Το πρώτο πάντως κείμενο που έγραψε ύστερα από την εγκατάστασή του στην ταραγμένη μεταπολιτευτική περίοδο ήταν μία από τις εξοχότερες νουβέλες της ελληνικής πεζογραφίας: «Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ». Η πρώτη δημοσίευσή της έγινε σε έναν τόμο ανθολογίας πεζογραφικών κειμένων, όπου οι σημαντικότεροι ζώντες συγγραφείς μας εμφανίζονταν με καινούργια διηγήματα και νουβέλες.
Οποιος έχει απολαύσει τη λογοτεχνία του Χατζή, χωρίς αμφιβολία το «Φονικό» του ανατρέπει όλη την εικόνα που έχει συγκροτήσει για το έργο του. Ο Χατζής υπήρξε πάντα ένας ρεαλιστής συγγραφέας, έστω ένας συνειδητός μάστορας του κριτικού ρεαλισμού, όπως αυτό το λογοτεχνικό ιδίωμα το ανέλυσε περισπούδαστα ο Λούκατς, ένας θεωρητικός που πολεμήθηκε ευθέως από τους στρατευμένους του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, επίσημης αισθητικής και πολιτικής ηθικής του σταλινικού λογοτεχνικού κανόνα.
Το «Φονικό» είναι ένας ώριμος στοχασμός μέσω μιας απλής μυθοπλασίας πάνω στο αισθητικό φαινόμενο, θα τολμούσα να ισχυριστώ στο αισθητικό αίνιγμα. Γιατί κάθε προσπάθεια να οριστεί το «Ωραίον», η ομορφιά, έφτασε τον στοχασμό των φιλοσόφων στα όρια του αγνώστου ή τουλάχιστον της απροσδιοριστίας και της σχετικότητας.
Ο Χατζής δεν γράφει στο κενό. Ερχεται να συμπληρώσει διάσημες απόπειρες να οριστεί το αόριστο της ομορφιάς και η σχέση του ωραίου με τη μορφή του, του περιεχομένου με τη φόρμα, της ύλης με το είδος, όπως το προσέγγισε ο Αριστοτέλης.
Ο Χατζής στη νουβέλα του έρχεται να επαναπροσδιορίσει την έννοια της εντελέχειας στην αισθητική. Δηλαδή να εξετάσει τι είναι εκείνο που κάνει ένα έργο τέχνης αυτόνομο, που υπακούει σε μια εσωτερική ανάγκη να ρέπει προς την εντελή του μορφή και εν γένει αν κάθε έργο τέχνης ενέχει το τέλος του, τον σκοπό του;
Ανάλογα έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Οσκαρ Ουάιλντ, του Βαλερί αλλά και ο «Απελλής» του δικού μας Θεοτόκη, βρίσκονται χωρίς να προκαλούν σε μίμηση, μέσα στην περιοχή που ανιχνεύει ο Χατζής. Εξάλλου η προσωπική του φιλία στα χρόνια της εξορίας στην Ουγγαρία με τον μεγάλο έλληνα γλύπτη Μέμο Μακρή και την εικαστικό γυναίκα του αλλά και ντοκουμέντα από τη ζωή του τραγικού ιδιοφυούς Γιαννούλη Χαλεπά και την πρόσφατη, με τη συγγραφή του «Φονικού», τραγωδία του μεγάλου ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη, που σχεδόν αλυσοδεμένος από τη θυγατέρα του στο σπίτι του απέναντι από το Ηρώδειο (όπου και στις δύο ελληνικές τραγωδίες η μάνα του πρώτου «τρελού» και η κόρη του δεύτερου κατέστρεφαν, για διαφορετικούς λόγους τα έργα των μεγαλοφυών συγγενών τους), όλα αυτά ερεθίζουν τον προβληματισμό του Χατζή, για να θεμελιώσει την προσωπική του περί ακραίου θεωρία, όπου το ύφος και το ήθος, η αρμονία και η τάξη που χαρακτηρίζει ένα γλυπτό (και κάθε έργο τέχνης) δεν προϋποθέτει ούτε ύφος, ούτε ήθος, ούτε αρμονία, ούτε τάξη στη ζωή και στη συμπεριφορά του καλλιτέχνη, ίσως μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο, μια καλλιτεχνική ζωή ευπρεπής, εύτακτη, αρμονική και ηθικά προσαρμοσμένη στα κοινώς παραδεκτά είναι προϋπόθεση για έργα χαώδη, άτακτα και ανήθικα!
Πίσω από τους προβληματισμούς του Χατζή (και ήταν από τις συχνές συζητήσεις μας μαζί του) βρίσκεται η αντίφαση βίου και έργου, ενός Σελίν, ενός Εζδρα Πάουντ, ενός Βιζυηνού ακόμη και ενός Παπαδιαμάντη (ερωτικού και συνάμα παλαιοημερολογίτη Κολλυβά).
Η Ιζαμπέλα Μόλναρ γυναίκα χυδαία, άτακτη, άσχημη, πρόστυχη και ακοινώνητη δημιουργεί γλυπτά εξαίσιας ομορφιάς με εσωτερική αρμονία, αναλογίες ύψιστης γεωμετρίας και απέριττης απλότητας. Οταν αλλάζει ζωή, παντρεύεται και ο σύζυγός της την οδηγεί σε βίο και συμπεριφορές ντρεσαρισμένες στα κοινά ήθη, στη νομιμότητα, την ευπρέπεια και την ειλικρίνεια αισθημάτων, τα έργα της γίνονται χυδαία, περίπλοκα, απρόσιτα, αποτρόπαια και εντέλει άσχημα.
Για να λυτρωθεί θα καταφύγει στον φόνο, στην καταδίκη και στην απόλυτη σιωπή, αφού έχει καταστρέψει τα έργα της κοινωνικής και ηθικής της προσαρμογής.
Στο «Ιωνικό Κέντρο», στην οδό Λυσίου της Πλάκας, η θεατρική ομάδα «Πρόχειρο Θέατρο» δίνει μια έξοχη δραματοποιημένη ανάγνωση του αριστουργήματος του Χατζή. Τρεις γυναικείες φιγούρες και η φωνή ενός αφηγητή καθιστούν το κείμενο του Χατζή μια πολυφωνική παρτιτούρα, όπου η μουσική του εκχέεται και από τους καθαρά φιλοσοφικούς στοχασμούς και από τα τραγικά αδιέξοδα της δράσης.
Ο Χατζής εφηύρε έναν έξοχο τρόπο να προσεγγίσει ένα άκρως δύσχρηστο αισθητικό πρόβλημα. Ενας απλοϊκός, όπως ο καθένας μας, αφηγητής - παρατηρητής εισδύει μέσα στο εργαστήρι του καλλιτέχνη και συνεχώς ερωτά, απορεί, συγκρίνει, αμηχανεί ή φωτίζεται από τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της ζωής με την τέχνη, του καλλιτέχνη με το έργο του.
Κώστας Γεωργουσόπουλος
|