Η Μόνα Χατούμ γεννήθηκε στη Βηρυτό το 1952 από μια μεσοαστική οικογένεια Παλαιστινίων οι οποίοι, ακολουθώντας τη μοίρα των περισσοτέρων συμπατριωτών τους, εξορίστηκαν στον Λίβανο μετά το 1948. Το ταλέντο της μικρής Μόνας ξεπήδησε στο ελληνικό ορθόδοξο σχολείο της Βηρυτού όταν ζωγραφίζοντας μια αμοιβάδα ο δάσκαλός της την ξεχώρισε: «Εδειξε τη ζωγραφιά σ΄ όλη την τάξη λέγοντας “κοιτάξτε ένα αριστούργημα”» θυμάται η ίδια. Το 1975 και ενώ η Μόνα Χατούμ βρισκόταν στο Λονδίνο για μια σύντομη επίσκεψη ξέσπασε πόλεμος στον Λίβανο, γεγονός που την υποχρέωσε να παρατείνει την εκεί παραμονή της. Ο αναγκαστικός εκτοπισμός αποτέλεσε το εφαλτήριο μιας εντυπωσιακής εξέλιξης: σπούδασε στο Λονδίνο και σήμερα το ανατρεπτικό της έργο που έχει να κάνει με την αλλαγή, το αίσθημα ότι δεν ανήκει κανείς πουθενά, την έχει κάνει περιζήτητη από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ως το Μπομπούρ του Παρισιού. Η Μόνα Χατούμ είναι μία από τις επτά καλλιτέχνιδες από χώρες του αραβικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής οι οποίες συμμετέχουν στην έκθεση «Ανησυχητικές Μούσες», που από τις 5 Ιουλίου ως τις 4 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Τι τις ενώνει; Μεταξύ άλλων το ότι λόγω ιστορικών και πολιτικών συνθηκών υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν από τον τόπο καταγωγής τους και να εγκατασταθούν σε χώρες του δυτικού κόσμου, σύμφωνα με την επιμελήτρια της έκθεσης Συραγώ Τσιάρα. Είναι η εμπειρία του ξεριζωμού κυρίαρχη στα έργα των καλλιτεχνών που παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη έκθεση; «Οταν προέρχεσαι από περιβάλλον με “πολεμικές” καταβολές, υπάρχει συχνά η προσδοκία ότι το έργο σου θα πρέπει με κάποιον τρόπο να εκφράζει την πάλη ή να αντιπροσωπεύει τη φωνή του λαού. Αυτή είναι πραγματικά μια υπερβολική απαίτηση. Πολλές φορές βρίσκω τον εαυτό μου να θέλει να διαψεύσει αυτές τις προσδοκίες» λέει στο περιοδικό «ΒΟΜΒ» η Μόνα Χατούμ, η οποία συμμετέχει στην έκθεση με το έργο «Βaluchi (Red)» όπου τα φθαρμένα σημεία ενός ανατολίτικου χαλιού σχηματίζουν έναν παγκόσμιο χάρτη, και με την εγκατάσταση «Deep Τhroat» που ανοίγει ένα παράθυρο σε ό,τι θεωρείται ανάρμοστη και ανατρεπτική συμπεριφορά. Η ίδια πιστεύει ότι η δουλειά της δεν «ακουμπά» μόνο στα βιώματα από την πατρίδα της. Εχει εκτενείς αναφορές και στις δομές του δυτικού κόσμου στον οποίο είναι ενταγμένη τα τελευταία 20 χρόνια. «Εχοντας μεγαλώσει και στη Δύση και στην Ανατολή αισθάνομαι ότι μπορώ να μοιράζομαι ένα μείγμα πο λιτισμών χωρίς να ταυτίζομαι με κάποιον από αυτούς. Είμαι μία από τους πολλούς καλλιτέχνες που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους εξαιτίας του πολέμου. Εχοντας ζήσει στη Σουηδία, στην Ιταλία και τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες ένιωθα πάντα ως τουρίστας και ως μετανάστης ταυτόχρονα. Οι πίνακές μου είναι μια πύλη και μια υπόμνηση της ταυτότητάς μου» αναφέρει στο «Νovember Ρaynter» η Χάιβ Καχραμάν , η σύγχρονη ιρακινή καλλιτέχνις που μετέτρεψε σε δύναμη δημιουργίας και έμπνευσης την απομάκρυνσή της από την πατρίδα της. Οι κομψές γυναικείες μορφές στην πρόσφατη σειρά «Μαριονέτες» που παρουσιάζονται στο ΚΜΣΤ αποτελούν μια άσκηση παρατήρησης στον τρόπο ζωής των γυναικών περισσότερο στην Αμερική απ΄ ό,τι στο Ιράκ. Σε ηλικία δέκα ετών εξάλλου η ίδια εγκατέλειψε τη Βαγδάτη, μετανάστευσε στη Σουηδία, σπούδασε στη Φλωρεντία και σήμερα ζει στις ΗΠΑ. Η Λάρα Μπαλάντι αποτελεί την ιδιαίτερη περίπτωση της καλλιτέχνιδος που... ξαναγύρισε στον τόπο του εγκλήματος. Γεννημένη στη Βηρυτό το 1969, η λιβανοαιγυπτιακής καταγωγής Μπαλάντι αποφάσισε μετά το τέλος των σπουδών της στο Παρίσι να επιστρέψει στο Κάιρο. Στην ίδια πόλη επέστρεψαν και οι γονείς της το 2007 διότι ο πατέρας της, Ραμέζ, με διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα, αποφάσισε να περάσει όσο χρόνο του απέμεινε στην πατρίδα του. Με ψηφιακά μοντάζ από τη σειρά «Ημερολόγιο του Μέλλοντος» η Μπαλάντι συμμετέχει στην έκθεση με τις συλλογικές εμπειρίες της οικογένειας και των φίλων της στο Κάιρο, όπου τελευταία η ίδια έζησε και τις ημέρες κορύφωσης των αντικαθεστωτικών διαμαρτυριών που κατέληξαν στην αποπομπή του Χόσνι Μουμπάρακ. «Η δημιουργικότητα των σλόγκαν, των πράξεων και του χιούμορ των οποίων γίναμε μάρτυρες στην πλατεία Ταχρίρ είναι μόνο η αρχή της αποδέσμευσης μιας τεράστιας και για πολύ καιρό καταπιεσμένης δημιουργικής ενέργειας» λέει η ίδια στο «Νafas Αrt Μagazine», ενθυμούμενη μάλιστα την περιπέτεια που είχε στην Μπιενάλε Καΐρου το 2008, όταν προσπαθούσε να κρύψει το υπό δημιουργία ανατρεπτικό έργο της «Βorg Εl Αmal», τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της εκεί η Σουζάν Μουμπάρακ. Μια αντίστοιχη περίπτωση καλλιτέχνιδος μεικτής καταγωγής στο έργο της οποίας γονιμοποιούνται διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές είναι η Ντιάνα αλ Χαντίντ. Εχοντας μεταναστεύσει σε νεαρή ηλικία στην Αμερική, η Αλ Χαντίντ μεγάλωσε σε μια κατάσταση διαρκούς μετάβασης: «Δεν έζησα στη Μέση Ανατολή την ενήλικη ζωή μου» λέει στο «Βήμα της Κυριακής». «Μετανάστευσα στην Αμερική με τους γονείς μου όταν ήμουν 5 χρόνων και μεγάλωσα στο Οχάιο σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό των αμερικανών φίλων μου στο σχολείο. Οπως καταλαβαίνετε, η αντίθεση μεταξύ των δύο πολιτισμών (στο σπίτι και εκτός σπιτιού) ήταν πραγματικά ακραία σε πολλές περιπτώσεις. Ηταν ωστόσο πολύ ενδιαφέρον να αντιληφθεί κανείς πόσο πολλά πράγματα μοιράζονται αυτές οι δύο διαφορετικές κουλτούρες...». Στις «Ανησυχητικές Μούσες» η Αλ Χαντίντ συμμετέχει με δύο σχέδια και εικόνες γλυπτών της. Αλήθεια, πιστεύει ότι το έργο της είναι απόλυτα ταυτισμένο με τη ζωή της; «Τείνω να νιώθω λίγο άβολα όταν κάτι (ειδικά η τέχνη και ειδικά τα πρόσωπα) προσδιορίζεται από ένα και μόνο πράγμα. Αλλά οπωσδήποτε καταλαβαίνω και σέβομαι το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου για το παρελθόν ενός καλλιτέχνη και για την ιστορία του. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να σταθεί πάνω στη δουλειά μου αντιλαμβανό- μενος ότι μεγάλωσα στο Οχάιο ανάμεσα σε δύο κουλτούρες» απαντά. Η Σινέμπ Σεντίρα , καλλιτέχνις γαλλοαλγερινής καταγωγής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι, εκεί όπου οι γονείς της αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Αλγερία. Σπούδασε στο Λονδίνο, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία 20 χρόνια. Στην έκθεση συμμετέχει με το έργο «Μητρική γλώσσα», μια τρικάναλη βιντεοπροβολή όπου παρουσιάζει τρεις διαγενεακούς διαλόγους διερευνώντας το άλυτο της σχέσης μητέρας- κόρης σε συνθήκες φυσικής απομάκρυνσης. «Ναι, το έργο μου είναι συνδεδεμένο με τη ζωή μου, τις εμπειρίες μου και τα συναισθήματά μου. Ολα αυτά ωστόσο ισχύουν είτε κανείς ζει στην Ανατολή είτε στη Δύση και έτσι το έργο του δεν θα έπρεπε να προσδιοριστεί από την ταυτότητα αλλά από τον άνθρωπο» λέει στο «Βήμα της Κυριακής». Ωστόσο συμφωνεί ότι όταν ένας καλλιτέχνης έχει βιώματα τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση έχει πλεονέκτημα να αντιλαμβάνεται και να ερμηνεύει διαφορετικούς πολιτισμούς μέσα από ποικίλες οπτικές. Πιστεύει, άραγε, ότι μια χώρα που παλεύει με προβλήματα- εν προκειμένω η Ελλάδα, που έχει βρεθεί στη δίνη της οικονομικής κρίσης- μπορεί να ελπίζει για την ξαστεριά μετά την μπόρα; «Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει συνήθως. Γιατί να μη συμβεί και με τη χώρα σας;» μας λέει. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιφάσεων που αποτελούν πηγή καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι το έργο της Ζουλίκα Μπουαμπντελά «Σιωπή». Γεννημένη στη Μόσχα, το 1977, γαλλοαλγερινής καταγωγής, μεγάλωσε στο Αλγέρι ως το 1993, όταν και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα της για να εγκατασταθεί μαζί με τους γονείς της στη Γαλλία. Στην ανατρεπτική εγκατάστασή της με τίτλο «Σιωπή», αποτελούμενη από χαλάκια προσευχής και γυναικεία πέδιλα επίσημων εμφανίσεων, τοποθετημένα σε ένα άνοιγμα στο κέντρο τους, αναζητεί έναν ζωτικό χώρο ελεύθερης προσωπικής έκφρασης ανάμεσα στις θρησκευτικές παραδόσεις και στις φαντασιώσεις του εκδυτικισμού που διεισδύουν με ισοπεδωτικούς ρυθμούς στις αραβικές κοινωνίες. Οι αιματηρές εξεγέρσεις σε χώρες του αραβικού κόσμου έχουν ενισχύσει το ενδιαφέρον για την καλλιτεχνική δημιουργία που θέτει ζητήματα ελεύθερης έκφρασης και αντίστασης στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι το παγκόσμιο ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στη Μέση Ανατολή και στη διοργάνωση πολλών σχετικών εκθέσεων στην Ευρώπη στις αρχές του 21ου αιώνα. Σ΄ αυτό το πνεύμα η σειρά φωτογραφιών με τίτλο «Οριενταλισμοί» της Μαχίντα Κατάρι θέτει το ζήτημα της κάλυψης του ανθρώπινου σώματος σύμφωνα με τους ισλαμικούς κανόνες. Εκτός από την απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο, εξάλλου, το άλλο χαρακτηριστικό που ενώνει τις καλλιτέχνιδες οι οποίες συμμετέχουν στη συγκεκριμένη έκθεση είναι η δίψα τους να υπερβούν όποιους περιορισμούς αντιμετώπιζαν λόγω καταγωγής, θρησκευτικών αντιλήψεων και πολιτικών συνθηκών. Και αυτό από μόνο του τις καθιστά όλες «Ανησυχητικές Μούσες».
Κατερίνα Λυμπεροπούλου
|