«Ξαπλώναµε τα παλικάρια πάνω σε
κουβέρτες µέσα στην εκκλησία. Ολοι ήταν βαριά τραυµατισµένοι. Τους
δέναµε τις πληγές µε σεντόνια, τους απολυµαίναµε µε τσικουδιά, τους
δίναµε να πιουν λίγο γάλα» θυµάται η Αγγελική Γερογιάννη από τον Γαλατά
Χανίων. Σε ηλικία µόλις 15 ετών, µαζί µε άλλες κοπέλες του χωριού,
έσωσε δεκάδες τραυµατισµένους νεοζηλανδούς στρατιώτες, αιχµαλώτους των
Ναζί, προσφέροντάς τους πρώτες βοήθειες. Η σήµερα 85χρονη κ. Γερογιάννη
είναι για τους βετεράνους νεοζηλανδούς στρατιώτες ένα από «τα
κορίτσια-αγγέλους του Μάη του ’41». «Γυναίκες
όπως η Αγγελική Γερογιάννη έσωσαν πάραπολλούς νεοζηλανδούς
στρατιώτες,ανάµεσά τους κι εµένα. Τρεις φορές που ήλθα στον Γαλατά
αναζήτησα χωρίς επιτυχία κάποιες από αυτές τις γυναίκες. Αυτή τη φορά τα
κατάφερα», λέει ο υποστράτηγος ε.α. Σάντι Τόµας, που φέτος έπειτα από
70χρόνια ξανασυνάντησε την κ. Αγγελική, η οποία είχε φροντίσει τα
τραύµατά του τον Μάιο του 1941. Για χρόνια οι Νεοζηλανδοί αναζητούσαν
κάποια από τις τρεις κοπέλες που µε κίνδυνο της ζωής τους αγρυπνούσαν
δίπλα τους µέσα στην εκκλησία του χωριού. Οµως η κ. Γερογιάννη µετά τον
Πόλεµο έζησε στηνΑθήνα και επέστρεψε µόλις πριν από 4 χρόνια στον
Γαλατά. «Εχω µιλήσει µε
πολλούς βετεράνους που έχουν βρεθεί εδώ και θυµούνται ότι χτυπηµένοι
από σφαίρες, βόµβες, σεάθλια κατάσταση, βρήκαν τη φροντίδα και τη
στήριξη τριών νέων κοριτσιών. Ευτυχώς, παρά το ότι πέρασαν τόσα χρόνια,
καταφέραµε και επανασυνδέσαµε τους εναποµείνατες εν ζωή βετεράνους µε
µια από αυτές, την κ. Αγγελική, που βρίσκεται στη ζωή», σηµειώνει ο κ.
Μurray Hoare, σύνδεσµος των νεοζηλανδών βετεράνων που εντόπισε την κ.
Αγγελικήχάρη στη βοήθεια του Γιώργου Μπικογιαννάκη. «Οι
Ναζί κατέλαβαν το χωριό έπειτα από 5 ηµέρες σκληρών µαχών. Ακούσαµε
πως στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου στην πλατεία είχαν συγκεντρωθεί
πάρα πολλοί τραυµατισµένοι, αιχµάλωτοι από τους Γερµανούς. Με δύο φίλες
µου,τη Χρυσή και τη Βασιλική Μανουσέλη – λίγα χρόνια πιο µεγάλες από
εµένα – είπαµε να πάµε. Βλέποντας τα παλικάρια, τους Νεοζηλανδούς αλλά
και Ελληνες, πεταµένους κι εγκαταλελειµµένους να ψυχοµαχούν µέσα στα
αίµατα, δεν αντέξαµε και αποφασίσαµε να βοηθήσουµε. ∆έκα ηµέρες καθήσαµε
εκεί κάνοντας ό,τι µπορούσαµε», θυµάται η κ. Γερογιάννη. Τα κορίτσια
µε τις λιγοστές γνώσεις που είχαν έδεναν τα τραύµατα µε σεντόνια που
τους έφερναν οι χωριανοί, έπλεναν τις πληγές µε τσικουδιά αφού «πού να
βρεις οινόπνευµα;».Οσο για τους Γερµανούς, «ερχόταν ένας αξιωµατικός
που πρέπει να ήταν γιατρός, τους έριχνε µια µατιά και έφευγε. Oµως οι στρατιώτες τους που γύριζαν από τις µάχες αγριεµένοι και
περνούσαν από την πλατεία και µας έβλεπαν να περιθάλπουµε τους
Νεοζηλανδούς γίνονταν έξω φρενών. Εµένα κάτω από την Αγία Τράπεζα µε
έκρυψε ένας έλληνας τραυµατίας φαντάρος για να µη µε βρουν». Οσο για τα κίνητρά της, νέα κοπέλα να µπλέξει στον ορυµαγδό της µάχης
η κ. Αγγελική είναι ξεκάθαρη: «Εκανα ό,τι θα έκανε κάθε Κρητικοπούλα,
τίποτα περισσότερο. Μου είπαν τώρα οι Νεοζηλανδοί ότι πρέπει να µε
ανταµείψουν. Τους ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ και τον στρατηγό, αλλά τα
έχω όλα, το σπίτιµου, τον αδελφό µου, την αδελφή µου, τους συγγενείς
µου. Εξακόσια ευρώ σύνταξη παίρνω,αλλά είµαι υπερήφανη γιατί ό,τι
έκανα, δεν το έκανα για να πληρωθώ. Και δεν θα δεχτώ ποτέ τίποτα». |