Mια τρίτοµη έκδοση µε σκέψεις του
µεγάλου αρχιτέκτονα εξηγεί τι ακριβώς σηµαίνει αληθινή ελληνική µορφή
στα κτίσµατα και τα τοπία
Το
ένθερµο αρχιτεκτονικό µανιφέστο του µε το οποίο παίρνει ενεργητική
θέση στο πρόβληµα της παράδοσης είναι το «Δύο χωριά απ’ τη Μύκονο». Η
θέση αυτή, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ στη διάρκεια της ζωής του,
συνοψίζεται στο πρόταγµα ότι αυτό που πρέπει να προσεχθεί και να µας
εµπνεύσει στην παράδοση δεν είναι η εξωτερική µορφή αλλά η εσωτερική
δοµή και οι διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες που γεννούν αυτή τη µορφή.
Τη θέση του αυτή ο Αρης Κωνσταντινίδης αναδεικνύει µέσω µιας
καταλυτικής πολεµικής εναντίον όσων «εραστών» – όπως τους χαρακτηρίζει –
παρασύρονται από τη σαγηνευτική επιδερµικότητα της εξωτερικής µορφής
και χάνουν την ουσία: «Οµως, ας µη νοµίσει κανείς πως µιλώ για
αφηρηµένα πράγµατα, µιλώ για τον εραστή που αποµυζά το “λαϊκό”
αρχιτεκτονικό έργο.Και που µοιάζει µπροστά µας σαν αρχιτέκτονας ενώ στα
αλήθεια δεν είναι.Και που νοµίζει πως αρχιτεκτονεί – µας πείθει
κιόλας πολλές φορές – ενώ δεν αρχιτεκτονεί καθόλου. Κι αφού –όπως το
είπα και θα το ξαναπώ – δεν έχει καθόλου µυαλό, ούτε και κρίση και
στοχασµό ούτε και πείρα που να την µεταδίνει στους άλλους».
Για τον Αρη Κωνσταντινίδη σηµασία έχει ο τόπος, η πνευµατική οµορφιά
του τοπίου το οποίο αγκαλιάζει το αρχιτεκτόνηµα. Για τον τόπο γράφει
συχνά. Ή υπονοούν τα σχέδιά του στα «Ξωκκλήσια της Μυκόνου». Πόνηµα του
1953, χωρίς λόγια, όπου απεικονίζεται σε µία σειρά κατόψεων, τοµών,
ελεύθερων σχεδίων και φωτογραφιών ένας αρχιτεκτονικός τύπος που µιλά
για τη µεγάλη αγάπη του Κωνσταντινίδη,την ανώνυµη αρχιτεκτονική που
έθρεψε τους προβληµατισµούς του.
Δίπλα στον «εραστή» της παράδοσης τοποθετεί και τον «υποταγµένο» στα
ξενόφερτα νεοκλασικά. Τον έναν αποκάλυψε στα «Δύο χωριά απ’ τη
Μύκονο».Τον άλλοντον ανακαλύπτει στη µελέτη του γιατα «Παλιά αθηναϊκά
σπίτια». Σε αυτό το βιβλίο του 1950, εκφράζειτην πεποίθησή του ότιη
αρχιτεκτονικήέχει υποχρέωση να αντιπροσωπεύει το κοινωνικό σύνολο και
όχι την όποια καλλιτεχνική προσωπικότητα. Σε αυτό το βιβλίο
καταγράφει και µελετά παλιά αθηναϊκά σπίτια, προτάσσοντας τη σηµασία
αναζήτησης ενός αρχιτεκτονικού τύπου που θα εκφράζει το κατά Διονύσιο
Σολωµό «κοινό και κύριο». Το εντοπίζει στην εσωτερική αυλή, στην
τζαµαρία του υπερυψωµένου ισογείου ή του πρώτου ορόφου. Αλλά και στις
ανάγκες του τότε νεοελληνικού βίου,πίσω από µεσοτοιχίες σπιτιών τής
Πατησίων, των κάθετων δρόµων γύρω από τον Λυκαβηττό, ανάµεσααπό τις
ανθισµένες µάντρες ταπεινών σπιτιών στο Μεταξουργείο.
Ετσι ξεδιπλώνει µια ενεργητική τοποθέτηση σχετικά µε το πρόβληµα της
νεοελληνικής ταυτότητας που ταλανίζει τον τόπο µας απόσυστάσεως
ελληνικού κράτους.«Μας ενδιαφέρει όλος ο οργανισµός (κτίσµα) που
σύµφωνα µε τα συγκεκριµένα ήθη καιέθιµα τουελληνικούτόπου και τις
προσδιορισµένες ανάγκεςκαι λειτουργίες προβάλλει σχεδόνπάντοτε σανένα
διώροφο Κτίσµα, δηλαδήµε ισόγειοκαι όρο φο. Και µαςενδιαφέρουν ακόµηη
διαύγεια στη διάταξη, η σύνθεση, η λιτότητα και η ουσία. Η ουσία που
ορίζει πως ένα κτίσµα αρχιτεκτονικό δενείναι ούτε µια στεγνή τεχνική
ούτε µια χωρίς ηθικό έλεγχο πλαστικήµορφολογία. Η λιτότητα, η ηθική
λιτότητα, το κύριο γνώρισµα κάθε αληθινής ελληνικής µορφής σε αντίθεση
προς µίαδυτική (ευρωπαϊκή) ξηρότητα (και σκληρότητα) ή µιαν ανατολική
και αισθησιακή βουλιµία».
Άρης Κωνσταντινίδης
|