ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Ομιλία στην τελετή μνήμης για το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου
Νίκος Κοτζαμπασάκης (democracy-rethymno.gr)
Kυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,


Εξαρχής σας παρακαλώ να μου συγχωρήσετε τη συγκίνηση, συγκίνηση που είναι αυτονόητη αν κανείς διανοηθεί από τη μια ότι έχω την τιμή να μιλώ σ' ένα χωριό, το Λεβεντοχώρι του Ψηλορείτη, με το οποίο με συνδέουν και θα με συνδέουν για πάντα πατρογονικοί και στέρεοι δεσμοί, δεσμοί πνευματικοί, δεσμοί κοινωνικοί, δεσμοί ατόφιας αγάπης και σεβασμού και από την άλλη ότι σήμερα μιλώ ενώπιόν σας για το Αρκάδι, που στη σκιά του, όπως γνωρίζετε, μεγάλωσα, που είναι και για μένα, όπως και για όλους μας, ένα μεγάλο κομμάτι από την ψυχή μας, από την πρεπιά μας, που μεγαλώσαμε έχοντας το Ολοκαύτωμά του και τη Θυσία του ως μέτρο αξιοπρέπειας, πατριωτισμού, παλληκαριάς, ανθρωπιάς τελικά.
Για τη συγκίνηση αυτή, για τη μεγάλη τιμή ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου την Τοπική Κοινότητα, τον Πολιτιστικό Σύλλογο, την Ενορία των Λιβαδίων και φυσικά την Αντιπεριφέρεια Ρεθύμνου, ευχαριστώ και εγώ με τη σειρά μου όλους εσάς που σήμερα ανάψαμε ένα κερί στη μνήμη των προγόνων μας εκείνων, που θα μας κάνουν για πάντα περήφανους, που θα βάζουν εις τους αιώνας των αιώνων ψηλά τον πήχη της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης, του Πολιτισμού.

Κυρίες και κύριοι,

"Είναι τόσο το μεγαλείο, είναι τέτοια η δύναμη του γεγονότος της αυτοθυσίας των πολιορκημένων του Μοναστηριού, είναι πράγματι τόσο δυνατή η φλόγα που εκτίναξε στην αθανασία φθαρτά κορμιά αλλά με άφθαρτες ψυχές, είναι πράγματι πέρα από τα ανθρώπινα, σχεδόν θεική, η Απόφαση να διαμαρτυρηθείς με την αυτοκαταστροφή σου για την υποδούλωση, να επιλέξεις συνειδητά την απώλεια της ζωής, αν η ζωή αυτή δε συνοδεύεται από ελευθερία και αξιοπρέπεια, που πολλές φορές, αποσβολωμένοι όντες από το αδιανόητο, το ανυπέρβλητο, το μοναδικό, ξεχνούμε την τεράστια συμβολή του Ολοκαυτώματος στην ανάδειξη του Κρητικού Ζητήματος, στην προώθηση του αυτονόητου αιτήματος της Κρήτης για την απελευθέρωσή της, για την ένωσή της με την ελεύθερη Ελλάδα: αν σήμερα, 150 χρόνια μετά, δακρύζει κανείς και συγκλονίζεται, αναλογιζόμενος τις στιγμές εκείνες στο Μοναστήρι, που γυναίκες και παιδιά κλαίγοντας αποφασίζουν να μην παραδοθούν, που παλληκάρια ματωμένα μεταλαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία, για να μπουν στο θάνατο ελεύθεροι, με καθαρή καρδιά και ανοικτά τα μάτια δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πόσο συγκλονίστηκε από το Αρκάδι η Ευρώπη, η Αμερική, ο κόσμος ολόκληρος από το ανδραγάθημα, πόσο άγγιξε τη διεθνή κοινή γνώμη, άρα και τις μέχρι τότε αδιάφορες και φιλικές προς το Σουλτάνο στο Κρητικό Ζήτημα Κυβερνήσεις, η αυτοθυσία.
Το φιτίλι που ανατίναξε τη μπαρουταποθήκη του Αρκαδιού έγινε η σπίθα για να ανάψει οριστικά και αμετάκλητα στην διεθνή κοινή γνώμη η φωτιά της απελευθέρωσης της Κρήτης, έδωσε την αφορμή σε μεγάλους ξένους φιλέλληνες της εποχής όχι πια να παρακαλούν τις Κυβερνήσεις τους, αλλά να απαιτούν Ελευθερία για ένα μικρό, βασανισμένο Νησί στη Μεσόγειο που ζει αναπνέοντας όχι μόνον τον καθαρό αέρα του Ψηλορείτη και των Λευκών Ορέων, αλλά ελευθερία, που υποκλίνεται μόνον όταν πρόκειται να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς του. Το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη του 1866 το Ολοκαύτωμα κατακλύζει τα πρωτοσέλιδα δεκαεννιά εφημερίδων στην Αθήνα, δεκαπέντε εφημερίδων στην Τεργέστη, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και αντί πολλών άλλων θυμάμαι τις επιστολές στον ευρωπαικό Τύπο του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα, με τεράστια επιρροή στις ελίτ της Ευρώπης, Βίκτορα Ουγκώ:
«…Στο μοναστήρι του Αρκαδιού, που το ‘χτισε ο Ηράκλειος, δεκάξι χιλιάδες τούρκοι πολεμάνε εκατόν ενενήντα εφτά άντρες και τριακόσιες σαράντα τρείς γυναίκες και παιδιά. Το τούρκικο ασκέρι έχει είκοσι έξη κανόνια, και δύο οβούζια. Οι έλληνες κρατάνε μονάχα διακόσια σαράντα ντουφέκια. Δυό μερόνυχτα βαστάει ο πόλεμος. Το μοναστήρι έγινε κόσκινο από διακόσιες μπόμπες. Ένα τειχί τινάχτηκε κι΄οι τούρκοι χύνουνται μέσα. Οι έλληνες ξακολουθάνε τη μάχη. Εκατόν πενήντα ντουφέκια έχουν ανάψει, μα παλεύουν ακόμα έξη ώρες από κελλί σε κελλί, κι΄ από σκαλί σε σκαλί. Δυο χιλιάδες κουφάρια είναι στίβα στην αυλή. Η στερνή αντίσταση λυγάει. Μυρμήγκια οι τούρκοι νικητές πλημμυράνε το μοναστήρι. Δεν απομένει παρά ένα δώμα φραγμένο, όπου βρίσκεται η μπαρουταποθήκη και σ΄ αυτό το δώμα, σ΄ αυτήν την παλαίστρα, κοντά στην άγια τράπεζα, τριγυρισμένος απ΄τα γυναικόπαιδα, ένας παπάς, ο ηγούμενος Γαβριήλ, προσεύχεται. Έξω πέφτουνε στη μάχη οι πατεράδες κι΄ οι άντρες. Μα να μή σκοτωθούνε και να ζήσουνε, θάταν η πιό τρανή κακοτυχιά για τις γυναίκες και τα παιδιά, που θα συρθούνε σε δυο χαρέμια. Την πόρτα την πελεκάνε οι τούρκοι με τσεκούρια. Τώρα θα τήνε σκίσουνε και θα πέσει.. Ο γέροντας παίρνει απ΄την άγια τράπεζα ένα κερί που καίει, απλώνει τη ματιά του πάνω στις γυναίκες αυτές και σ΄αυτά τα παιδιά, γέρνει τη φλόγα του κεριού πάνω στο μπαρούτι και τους σώζει. Μια τρομερή επέμβαση, η έκρηξη, στυλώνει τους νικημένους, η αγωνία γίνεται θρίαμβος, κι΄ αυτό το ηρωικό ταπεινό μοναστήρι, που πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει σαν ένα ηφαίστειο. Δεν είναι μονάχα τα Ψαρά επικά, μήτε το Μεσολόγγι τρανό.
Αυτά είναι τα γεγονότα. Τι κάνουν οι πολιτισμένες κυβερνήσεις; Τι καρτεράνε; Μουρμουρίζουν: Υπομονή, το συζητάμε. Το συζητάτε! Σύγκαιρα όμως ξεριζώνουνε τις ελιές και τις καστανιές, τινάζουνε τα λιοτρίβια, καίνε τα χωριά, καίνε τα γεννήματα, διώχνουνε ολάκερους πληθυσμούς για να πεθάνουν απ΄την πείνα και την παγωνιά στο βουνό, σφάζουνε τους άντρες, κρεμάνε τους γερόντους, κι΄ ένας τούρκος, που βλέπει ένα παιδάκι κοιτάμενο στη γή του χώνει στα ρουθούνια τη φλόγα του λύχνου για να δει αν είναι πεθαμένο ή ζωντανό. Μ΄ αυτόν τον τρόπο στο Αρκάδι πέντε πληγωμένους τους φέρανε στη ζωή για να τους σφάξουν. Υπομονή, λέτε. Σύγκαιρα όμως το τούρκικο ασκέρι μπαίνει στις Μουρνιές, όπου μονάχα γυναικόπαιδα απομείνανε, και σα βγήκε απ΄το χωριό, δε μένει σ΄ αυτό τίποτ΄ άλλο παρά σωρός ερείπια που κυλούσαν απάνω σε σωρό από κουφάρια, μικρά και μεγάλα. Κι΄ η κοινή γνώμη; Τι κάνει αυτή; Τι λέει; Τίποτε. Γύρισε απ΄τ΄αλλο το πλευρό. Τι ζητάτε; Αυτές οι καταστροφές φέρνουνε κακοτυχιά. Είναι παλιά πράματα. Αλλοίμονο! Η υπομονετική πολιτική των κυβερνήσεων έχει δυο αποτελέσματα. Απαρνιέται τη δικαιοσύνη στην Ελλάδα, απαρνιέται τη συμπόνοια στην ανθρωπότητα. Βασιλιάδες. Μια λέξη θάσωνε το λαό αυτό. Και μια λέξη της η Ευρώπη τη λέει γρήγορα. Πέστε τη. Γιατί πράμα θάσαστε καλοί, αν όχι γι΄αυτό; Μα όχι. Σωπαίνουνε και θέλουνε βουβά νάναι όλα. Απαγορεύεται να μιλάς για την Κρήτη. Αυτό είναι το πρεπούμενο. Ενάντια σ΄ενανε μικρό λαό συνωμοτούνε έξη ή εφτά μεγάλες δυνάμεις. Ποια είναι η συνωμοσία αυτή; Η συνωμοσία της σιωπής. Μα τ΄αστροπελέκι δεν είναι βουβό. Τ΄ αστροπελέκι έρχεται από ψηλά, και, στη γλώσσα της πολιτικής, τ΄ αστροπελέκι το λένε επανάσταση…»
«…Η επανάσταση δεν πέθανε. Της πήρανε τον κάμπο, μα κρατάει τα βουνά. Η επανάσταση ζει, βογκάει, κράζει βοήθεια. Γιατί επαναστάτησε η Κρήτη; Γιατί ο Θεός την έφτιασε ομορφότερη απ΄όλες τις χώρες του κόσμου, κι΄ οι τούρκοι πιό δύστυχη απ΄ όλες. Γιατί έχει καρπούς και γεννήματα και δεν έχει εμπόριο. Έχει πολιτείες χωρίς δρόμους, χωριά δίχως στράτες, λιμάνια χωρίς ταρσανάδες, ποτάμια δίχως γεφύρια, παιδιά δίχως σκολειά, έχει δικαιώματα χωρίς νόμους, έχει ήλιο και δε φωτίζεται, μέσα στης τουρκιάς το πηχτό σκοτάδι .Επαναστάτησε γιατί η Κρήτη είναι Ελλάδα κι΄ όχι Τουρκιά, γιατί στην Ελλάδα ο ξένος είναι μισητός, γιατί ο τύραννος άν είναι της ίδιας ράτσας είναι βδελυρός, αλλοιώς είναι φριχτός. Γιατί είναι αδύνατο να σταθεί στην πατρίδα του Ετέαρχου και του Μίνωα ένας αφέντης βαρβαρόφωνος. Γιατί και σύ Γαλλία θα επαναστατούσες.».
Εκτός, λοιπόν, από το πανανθρώπινο και διαχρονικό μήνυμα της Ελευθερίας, κυρίως πνευματικής, εκτός από το ανεξίτηλο δίδαγμα αξιοπρέπειας με την έννοια ότι η ζωή δεν έχει αξία χωρίς ελευθερία, ότι το Δίκαιο δεν μπορεί να υποχωρεί προ του αδίκου και ότι η υλική υπεροχή είναι ασήμαντη μπροστά στη δύναμη της ψυχής, ότι η Ιστορία δεν γράφεται με τη δύναμη αλλά με τη θέληση, το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου έσπασε τη 'συνωμοσία της σιωπής' των ισχυρών του Κόσμου που κρατούσε την Κρήτη αλυσοδεμένη, ανέδειξε τη βαρβαρότητα του κατακτητή, τον οποίο και ξεγύμνωσε στρατιωτικά και ηθικά, και έθεσε οριστικά σε τροχιά απελευθέρωσης το νησί, που ήταν πια ζήτημα χρόνου-όπως και έγινε.
Και μόνον γι' αυτή τη γιγαντιαία ώθηση προς την Ελευθερία είναι και θα είναι πάντα αυτονόητη, αν και απολύτως μικρότερη της προσφοράς τους, η αιώνια ευγνωμοσύνη μας στους Ήρωες του Αρκαδιού. Και αθάνατη η μνήμη τους.
Πέρα, ωστόσο, από τις διαχρονικές αυτές αξίες, της Ελευθερίας και της Ανθρωπιάς, που φώτισε η φλόγα τ' Αρκαδιού, αξίες που γεννήθηκαν χιλιάδες χρόνια τώρα σε τούτα τα χώματα και κληρονομήσαμε -κυρίως αυτές- μαζί με τη σκληράδα και την αγνότητα των βουνών μας, την αλμύρα και την ομορφιά του Κρητικού Πελάγους και που το Αρκάδι ξαναθύμισε στον Κόσμο όλο τη μήτρα τους, το Ολοκαύτωμα και γενικά η Επανάσταση του 1866 μας παρέδοσε και ένα άλλο, μεγάλο και επίκαιρο- μια και πολλές φορές ξεχνούμε τα αυτονόητα- μήνυμα: το μήνυμα του Συγκρητισμού, τη διδαχή ότι η Κρήτη είναι ενιαία και αδιαίρετη, ότι στις μεγάλες ώρες και στα κρίσιμα διακυβεύματα του τόπου μας δεν χωρούν τοπικισμοί, μικρομεγαλισμοί και εγωισμοί: θυμίζω ότι όπως και πολλές άλλες, προηγούμενες και επόμενες, έτσι και η Επανάσταση του 1866 ήταν Κρητική Επανάσταση, δεν ήταν επανάσταση κανενός μόνου του Νομού ή Επαρχίας, τονίζω ότι οι αγωνιστές πρόγονοί μας εξέλεγαν τους πληρεξουσίους των επαρχιών τους στην Επαναστατική Επιτροπή, που αποφάσιζε συλλογικά, μας παρέδοσαν δηλαδή, πέραν των άλλων, και ένα μάθημα δημοκρατίας και συλλογικότητας, τελικά το μήνυμα ότι η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει, ότι τους ανθρώπους, τις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης τους ενώνουν πολύ περισσότερα απ' όσα τους χωρίζουν, ότι και σήμερα που το νησί αντιμετωπίζει σειρά προβλημάτων αλλά και τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας, μόνον ως περιφέρεια μπορεί να πάει ψηλότερα με όρους ισοτιμίας, αλληλεγγύης και συγκρητισμού: οι 56 νεκροί μέσα στο 2016 στο οδικό δίκτυο της Κρήτης και ιδίως εκείνοι του δρόμου - φονιά που αποκαλείται ΒΟΑΚ δεν είναι Ρεθυμνιώτες, Ηρακλειώτες, Χανιώτες ή Λασιθιώτες. Είναι Κρητικοί- και η Κρήτη συνολικά πρέπει να αφανίσει το τέρας, πριν αυτό συνεχίσει να αφανίζει τα παιδιά της.
Και κάτι ακόμη- ιδίως στις μέρες μας επίσης επίκαιρο. Πολύς λόγος τελευταία περί της Εκκλησίας, περί της θρησκευτικής παιδείας, περί των σχέσεων του Κράτους με την Ορθοδοξία. Όλα και ιδίως τα τεχνικής φύσεως ζητήματα ως προς την οργάνωση και τη λειτουργία της Εκκλησίας και τη διοικητική και θεσμική συγγένειά της με το Κράτος μπορούν να συζητηθούν- και καλώς συζητούνται. Αλλά αυτό που είναι αδιαπραγμάτευτο είναι εκείνο που το Αρκάδι, ως καταλυτικό παράδειγμα, ανέδειξε: την άρρηκτη ιστορική σχέση της Πίστης με την Πατρίδα, τους ακατάλυτους δεσμούς της Ορθοδοξίας με το Έθνος όχι μόνον ως παράδοση και ιστορική παρακαταθήκη, αλλά κυρίως επειδή στις μεγάλες στιγμές των Εθνικών Αγώνων η Ορθοδοξία ήταν παρούσα και μπροστάρης και στις μεγάλες ώρες της Ορθοδοξίας το Έθνος ευλογείται, συσπειρώνεται διά της πίστης και πιστεύει διά της συσπείρωσης. Και αυτή η σιαμαία σχέση, όσο και αν κάποιοι "προοδευτικοί" δεν τη θεωρούν μοντέρνα, είναι και θα είναι αδιάσπαστη: όταν ο Ισμαήλ Πασάς παρήγγειλε στον Ηγούμενο Γαβριήλ διά του Επισκόπου Ρεθύμνης Καλλίνικου Νικολετάκη να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το Μοναστήρι, αλλιώς θα το καταστρέψει, και δεδομένου ότι υπήρξε στη συγκληθείσα σύσκεψη διχογνωμία, ο Ηγούμενος απευθυνόμενος σε κάποιον προβληματισμένο Μοναχό του είπε "Ξάνοιξε με και αφουγκράσου μου!!! Θωρείς εκείνα τα μαύρα κάρβουνα που' ναι από το εικοσιένα απάνω στα μεσοδόκια;;; Θωρώ τα. -Με κείνα τα μαύρα κάρβουνα να τσι μουντζώσω εκείνους που θα με κατηγορήσουν πως έκαψα το Μοναστήρι για τη λευτεριά της Κρήτης και το μεγαλείο του Γένους μας". Ο νοών νοείτο.
 Αυτή, ωστόσο, η τόσο σημαντική διάσταση της σημαιοφόρου στον Αγώνα Εκκλησίας προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία σε μιαν εποχή ύποπτης "ποινικοποίησης" όχι μόνον της ορθόδοξης πίστης και διδασκαλίας, αλλά του πατριωτισμού γενικότερα. Σε μιαν εποχή που, προφανώς, η αλλοίωση των εθνικών ταυτοτήτων, το στρογγύλεμα της Ιστορίας, η λείανση των γωνιών της συνιστά προυπόθεση της παγκοσμιοποίησης με την αρνητική της έννοια, δηλαδή κυρίως υπό την έννοια της δορυφοροποίησης των εθνών- κρατών σε υπερεθνικούς οικονομικούς σχηματισμούς όχι με όρους ισοτιμίας και ισονομίας, γιατί όχι και αλληλεγγύης, αλλά με όρους περιφέρειας, δορυφόρου, τελικά υποταγής. Και αν "εθνικόν είναι το αληθές" κατά το Διονύσιο Σολωμό, αν "το να είσαι Έλληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής αλλά αγωγής" κατά το Νίκο Εγγονόπουλο, η διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας με όρους αλήθειας και περηφάνιας- και όχι φυσικά με παραδοχές υπεροχής ή ρατσιστική διάθεση έναντι άλλων λαών ή εθνών- συνιστά προυπόθεση διαμόρφωσης πολιτών που θα είναι ολοκληρωμένοι πολίτες του Κόσμου, επειδή θα αισθάνονται αυτοπεποίθηση ως Έλληνες, αλλά και θα είναι περήφανοι ως Έλληνες, γιατί θα αισθάνονται ισότιμοι πολίτες του Κόσμου. Η αναθεωρητική εκδοχή της Ιστορίας μας, η εκδοχή του "συνωστισμού" στη Σμύρνη ή τη μη γενοκτονίας των Ποντίων, των μακεδονομάχων-τζιχαντιστών, η εκδοχή της αποδοχής ως φυσιολογικής της αναγόρευσης του Χ. Ρίχτερ από το Πανεπιστήμιο Κρήτης δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, παρά την εκδοχή μιας Ελλάδας φοβικής και βλαχομπαρόκ, μιας Ελλάδας που αρνείται να αντικρύσει τον καθρέπτη της, δηλαδή το παρελθόν και το παρόν της, αλλά αρκείται στην πρόσδεση σε ξένα άρματα, στην κατανάλωση δανεικών και δανείων ιδεών, την ώρα που η ελληνικότητα, ο Τρόπος, οι Ιδέες, η Ψυχή μας όπως επισήμανε δεκαετίες τώρα ο Ο. Ελύτης, θα μπορούσε αυτός και μόνον να εμπνέει και να τροφοδοτεί αέναα την -άψυχη και ξέπνοη οραμάτων σήμερα- Ευρώπη. Σε κείνους που απεμπολούν και απαξιώνουν την Ιστορία μας, δηλαδή την ταυτότητά μας, βαφτίζοντας αβασάνιστα και δολίως το πατριωτικό ως ακροδεξιό ή επιεικώς εκτός μόδας, απαντούμε ότι προοδευτικό είναι να παραλαμβάνεις το έρμα της Ιστορίας, να το ενσωματώνεις, να το επικαιροποιείς στην εποχή σου και να διαμορφώνεις όραμα δημιουργίας και προόδου για τη χώρα σου. Και σίγουρα προοδευτικό δεν είναι -αν και της μόδας- να αντιγράφεις τεχνητές αναγνώσεις της Ιστορίας, να τις υμνείς, γιατί είναι επίκαιρες και, τελικά, να καταναλώνεις εισαγόμενες και στοχευμένες θεωρήσεις της, αναλώνοντας εν τέλει την ψυχή σου, δηλαδή ως χώρα την ύπαρξή σου.
Για τους λόγους αυτούς και έχουν νόημα και περιεχόμενο οι εορτασμοί των μεγάλων γεγονότων της Ιστορίας μας. Γι' αυτό και το Αρκάδι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία μας. Γι' αυτό και δεν πρέπει οικογένεια, σχολείο, αθλητικό σωματείο να παραλείψει το προσκύνημα των παιδιών μας στον Ιερό Τόπο. Το δέος του Μαυσωλείου, οι αρχαίες, αλλά ζωντανές και ομιλούσες πέτρες των τοίχων του Μοναστηριού, η ηρεμία και η δύναμη του τοπίου, μαζί με το εξαιρετικό Μουσείο για το οποίο μερίμνησε πατρικά ο Μητροπολίτης μας, απόσταγμα της πορείας της Μονής στο χρόνο, θα κάνουν τα παιδιά μας πλουσιότερα και την ψυχή τους μεστή αξιών, ιδεών και αγάπης για την Ελευθερία, τη Δικαιοσύνη, την Ανθρωπιά.

Κυρίες και Κύριοι,

Στο χώρο και στο χωριό που βρισκόμαστε καμία μνήμη του Αρκαδιού δεν είναι πλήρης και καμία τιμή δεν είναι ολάκερη αν δεν μνημονεύσεις τον Ιωάννη Σωπασή ή Κούβο και τα παλληκάρια του. Όχι, φυσικά, για να κολακεύσεις τους μη έχοντες ανάγκη κολακείας απογόνους τους και χωριανούς τους ή γιατί έτυχε ο ήρωας, ο περήφανος Οπλαρχηγός του Μυλοποτάμου να κατάγεται από τα Λιβάδια. Αλλά επειδή η ίδια η ζωή και η θυσία του συμπυκνώνουν ως παράδειγμα την ανιδιοτέλεια, τον πατριωτισμό και την παλληκαριά, την ικανότητα και την περηφάνια μαζί. Γιατί ο Ιωάννης Δημητρίου Σωπασής δεν είναι μόνο ο ικανός καπετάνιος που στην Επανάσταση του 1858 εκκαθαρίζει με επιτυχία το Μέσα Μυλοπόταμο, ο ευφυής χαίνης που δραπευτεύει από τις φυλακές της Χίου με αριστοτεχνικό τρόπο, ο αδάμαστος αντάρτης που υπομένει διωκόμενος πείνα και κακουχίες επί μακρό χρόνο προκειμένου να επιβιώσει. Είναι ο εύπορος νοικοκύρης που δεν μπορούσε να παραμείνει φρόνιμος στη σκλαβιά, εκείνος που εγκαταλείπει το βιος του και το καταλύει για τον Αγώνα, αυτός που μετά την παράδοση και κατόπιν της εξαπάτησής του από τον Ισμαήλ Πασά φυλακίζεται και όταν μετά από την περιδήνησή του στα όρια της ζωής και του θανάτου ησυχάζει πια στη Σύρο όπου και προσλαμβάνεται στην Πολιτοφυλακή, δεν μπορεί να μείνει ήσυχος όταν το Νησί ανησυχεί, όταν η Κρήτη ξεσηκώνεται. Είναι εκείνος που χωρίς δεύτερη σκέψη και με την είδησή μόνο ότι ετοιμάζεται Επανάσταση έρχεται στο Μυλοπόταμο, αμέσως εμψυχώνει και στρατολογεί 45 παλληκάρια από τα Λιβάδια, τα Ζωνιανά την Κράνα και μπαίνουν ως το πλέον συγκροτημένο και συντεταγμένο μη στρατιωτικό σώμα από τους πρώτους στο Αρκάδι, αποφασισμένοι να πέσουν μέχρις ενός. Ανθρώπινα τείχη και λάβαρα ελευθερίας τα κορμιά τους, τα παρέδοσαν στην Πατρίδα και στην Ιδέα: και δεν υπήρξε άτυχος, όπως νομίζουν ορισμένοι, ο Κούβος που δεν ολοκαυτώθηκε, αλλά συνελήφθη αιχμάλωτος και βασανίσθηκε μέχρι θανάτου όσο δε χωρά ανθρώπινος νους. Γιατί, είμαι βέβαιος, ότι επουδενί τον ενδιέφερε το πώς ή πότε θα αποβιώσει, αλλά το μείζον, δηλαδή να χορηγήσει τη ζωή του στην Ελευθερία. Παρόλο που η στωικότητα με την οποία υπέμεινε τα φρικτά βασανιστήριά του μας επιβάλλει ένα ακόμη στεφάνι λεβεντιάς και παλληκαριάς στη μνήμη του. Και είναι νομίζω δίκαιο, αν και καμία τιμή δεν είναι ανάλογη με τη θυσία, να τοποθετηθεί επιτέλους στη μνήμη του και στη μνήμη των συντρόφων του με την ευθύνη της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Κρήτης, μια και έχει ήδη δρομολογηθεί από την ΤΕΔΚ Ρεθύμνου και έχει παραγγελθεί, αλλά κωλλυσιεργεί, ο ανδριάντας του στη Μονή Αρκαδίου. Ας είναι η σημερινή εκδήλωση η αφορμή να αποτιθεί αυτή, η ελάχιστη, οφειλόμενη τιμή.

Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,

Αν το Νοέμβρη του 1866, στα σκοτεινά χρόνια της βαρβαρότητας, μια χούφτα πρόγονοί μας κοίταξαν στα μάτια το θηρίο, έκαναν τη θέλησή τους δύναμη και την ψυχή τους πέτρα, και αναλώθηκαν για μιαν Ιδέα, ξεπερνώντας την ύλη, τα μικρά και καθημερινά και εκχωρώντας την ίδια τη ζωή τους για κάτι ανώτερο, για το μεγάλο, το ιδανικό, εμείς, σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να παραμείνουμε αγωνιστές, οραματιστές και ενωμένοι. Στις δύσκολες μέρες που περνά ο τόπος μας, η πατρίδα μας, το Αρκάδι, ως φάρος λαμπρός στην αιωνιότητα, μας θυμίζει ότι οι αγώνες χάνονται μόνον όταν δεν δίδονται. Ότι καμία μοίρα δεν είναι ανίκητη. Ότι κανείς λαός, αλλά και κανείς άνθρωπος ξεχωριστά, δεν είναι αδύναμος όταν πιστεύει σε αξίες, όπως η ανθρωπιά, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη. Και αν σήμερα δικαίως υποκλινόμαστε σε εκείνους που έδωσαν ή διακινδύνευσαν τη ζωή τους σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες, φοβούμαι ότι θα απολογηθούμε στους απογόνους μας αν σε μιά οικονομική μόνον δυσκολία θα λυγίσουμε.
Γι' αυτό και πρέπει να παλέψουμε. Και να νικήσουμε.
Το μήνυμα του Αρκαδιού είναι σήμερα και θα είναι εις τους αιώνας των αιώνων μήνυμα Αγώνα, μήνυμα αισιοδοξίας, μήνυμα Ανθρωπιάς:

"Όσο κι αν είναι σκοτεινιά και καταχνιά μεγάλη  θα την-ε- βρει την περασά ο ήλιος να προβάλλει!!!"
Ζήτω το Αρκάδι!!!!
Αιωνία η μνήμη των νεκρών του!!!!


© 2007 - easyweb team