ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Το αφόρητο βάρος της ανισότητας
Chris Huhn (εφ. Καθημερινή/ The Guardian)
Οι ιδέες, όπως και τα συμφέροντα, μετράνε στην πολιτική. Διαμορφώνουν τη συζήτηση και προσδιορίζουν τις συνταγές πολιτικής δράσης. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, το ρεύμα στο πολιτικό πεδίο, αλλά και σε εκείνο της διανόησης, στράφηκε εναντίον της ισότητας. Η συναίνεση Ρέιγκαν - Θάτσερ για τους χαμηλούς φόρους και η δυσπιστία τους απέναντι στην αναδιανομή εισοδήματος υπήρξαν ιδιαίτερα ισχυρές. Στη Βρετανία, οι κυβερνήσεις Μπλερ και Μπράουν είχαν χαμηλότερο ποσοστό φόρου στα υψηλά εισοδήματα στα 13 χρόνια που συνολικά κυβέρνησαν απ’ όσο η Θάτσερ σε εννέα. Η μεγαλύτερη ανισότητα συχνά θεωρήθηκε ως τίμημα που αξίζει να πληρωθεί προς όφελος της οικονομίας.
Ωστόσο, το ρεύμα στο πεδίο της διανόησης έχει αρχίσει να αλλάζει φορά. Μια πρόσφατη ένδειξη είναι το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», το οποίο έγινε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα Le Monde την περασμένη εβδομάδα γιατί η αγγλική έκδοση αυτού του τόμου των 685 σελίδων βρέθηκε στην κορυφή των μπεστ σέλερ στο Amazon, στις ΗΠΑ. Επιτυχία χωρίς προηγούμενο για έναν οικονομολόγο, και μάλιστα Γάλλο.
Ο Πικετί έχει γράψει ένα έξοχο, πειστικό βιβλίο, που γκρεμίζει το ειδύλλιο της σύγχρονης οικονομολογίας με τα μαθηματικά. Ανήκει στην ίδια παράδοση με τα έργα «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», του Τ. Μ. Κέινς, και «Ο πλούτος των εθνών», του Ανταμ Σμιθ, και το χαρακτηρίζει μια εντυπωσιακή γνώση της οικονομικής ιστορίας. Και το πιο σημαντικό, στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία για την ανισότητα, που απαιτούν εξήγηση.
Αμφισβητεί τη συμβατική μεταπολεμική άποψη πως ο καπιταλισμός αναπτύσσεται με ισορροπημένο τρόπο έτσι ώστε η ανάπτυξη να «ανεβάζει όλες τις βάρκες». Αυτή η υπόθεση ήταν αληθινή όσον αφορά τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, μόνο όμως ως «συνέπεια του πολέμου και των πολιτικών για να αντιμετωπισθούν οι πολεμικές καταστροφές».
Ο Πικετί έχει αναζωογονήσει την πεποίθηση του Μαρξ ότι ο πλούτος θα συσσωρευόταν και θα συγκεντρωνόταν σε όλο και λιγότερα χέρια, ένας ισχυρισμός που αντιμετωπιζόταν πάντα με δυσπιστία τόσο γιατί ο Μαρξ άρχισε να γράφει το «Κεφάλαιο» για να αποδείξει όσα υποστήριξε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1948, όσο και γιατί απουσίαζαν οποιαδήποτε οικονομικά δεδομένα προκειμένου να στηρίξει τη θέση του. Αντίθετα, ο Πικετί, κορυφαίος ειδικός όσον αφορά τα δεδομένα φορολογίας και πλούτου, βασίζει την επιχειρηματολογία του σε ανάλυση για τον πλούτο που φτάνει πίσω δύο αιώνες και σε φορολογικές στατιστικές πολλών χωρών που φτάνουν έως την πρώτη προοδευτική φορολογία εισοδήματος, από τους Φιλελεύθερους στη Βρετανία, το 1909. «Δεν υπάρχει», λέει, «καμιά φυσική, αυτόματη διεργασία που να εμποδίζει τις αποσταθεροποιητικές δυνάμεις που ευνοούν την ανισότητα να επικρατήσουν».
Υπογραμμίζει ότι σε πλούσιες χώρες που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας, η ετήσια άνοδος των εισοδημάτων είναι μεταξύ 1% και 2%, ενώ ο ρυθμός ανόδου της απόδοσης του κεφαλαίου είναι περίπου 4% με 5%. Στις ΗΠΑ, «από το 1977 έως το 2007, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού οικειοποιήθηκε τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης, ενώ το πλουσιότερο 1% απορρόφησε το 60% της συνολικής αύξησης εισοδήματος». Η συμπιεσμένη μεσαία τάξη δεν μπαίνει στον λογαριασμό. Μια δημοκρατική κοινωνία, όμως, δεν μπορεί να ανεχθεί τέτοιες τάσεις.
Οι πολιτικές συνέπειες είναι ανυπολόγιστες. Η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς και η υγιής δημοσιονομική πολιτική δεν χάνουν τη σημασία τους, αλλά η ανάγκη αναδιανομής επανέρχεται στο προσκήνιο. Ο Πικετί γίνεται σφήνα ανάμεσα στους κλασικούς φιλελεύθερους και τους νεοφιλελεύθερους: καθιστά δύσκολο τον ισχυρισμό πως οι κυβερνήσεις οφείλουν να νοιάζονται μόνο για την ισότητα ευκαιριών και όχι τόσο για την ισότητα των αποτελεσμάτων. Οταν τα αποτελέσματα αποκλίνουν τόσο πολύ, η ισότητα των ευκαιριών αναπόφευκτα ακολουθεί. Η αξιοκρατία πεθαίνει. Η καταγωγή μετράει περισσότερο.
Παραδοσιακά, η Δεξιά εθεωρείτο σκληρή και εγωιστική, αλλά καλή για την ανάπτυξη. Η Αριστερά ήταν συμπονετική και καλόκαρδη, αλλά απειλή για την ευημερία. Ωστόσο, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι μόνοι που ωφελούνται από τις πολιτικές χαμηλής αναδιανομής είναι οι σούπερ πλούσιοι. Ολοι οι υπόλοιποι χάνουμε. Ακόμα και με το βρετανικό ή το αμερικανικό εκλογικό σύστημα, το ανώτερο 10% δίνει μόνο το 1/4 ή 1/5 των ψήφων που χρειάζονται για να κερδηθεί η πλειοψηφία. Αν όλοι οι υπόλοιποι συνειδητοποιήσουν τι πραγματικά συμβαίνει, τα συντηρητικά κόμματα θα αντιμετωπίσουν σοβαρό εκλογικό πρόβλημα.

© 2007 - easyweb team