Κάθε κοινωνία δέχεται ως «φυσιολογικές» τις κοινωνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές οι οποίες γενικά θεωρούνται σύμφυτες με τη φύση του ανθρώπου. Οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, συνεπικουρούμενοι από τους ιστορικούς και άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, θεωρούν ότι αυτό που θεωρούμε «φυσιολογικό» ισχύει μόνο σε περιορισμένα χρονικά και χωρικά πλαίσια και επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες. Αν οι κοινωνικές επιστήμες είναι οι εμπνευστές της δημιουργικής αμφιβολίας για τον «φυσιολογικό» τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών μας, η κοινωνική ανθρωπολογία είναι η βασίλισσα της αμφιβολίας. Τίποτε δεν της είναι προφανές, ούτε δεδομένο.
Η ανθρωπολογία αμφιβάλλει ακόμη και για το ότι το ποδόσφαιρο είναι ανταγωνιστικό άθλημα. Γράφει ο σημαντικότερος ανθρωπολόγος του 20ού αιώνα, ο Λεβί-Στρoς (1908-2009), για τις φυλές της Νέας Γουινέας που έμαθαν από ιεραποστόλους να παίζουν ποδόσφαιρο: «Αντί να επιδιώκουν τη νίκη μίας από τις δύο ομάδες, πολλαπλασιάζουν τα παιχνίδια μέχρι να ισοψηφήσουν οι νίκες και οι ήττες των αντίπαλων ομάδων. Το παιχνίδι τελειώνει... όταν βεβαιωθούν πως δεν θα υπάρχει χαμένος». Η ανθρωπολογία δεν εκπλήσσεται με τα καμώματα των ανθρώπων γιατί, όπως γράφει ο ίδιος, μελετά το «ανθρώπινο φαινόμενο» σε όλους τους πολιτισμούς, παλιούς και νέους, έχοντας κατά νουν ότι «οι προηγμένοι πολιτισμοί της Δύσης και της Ανατολής αποτελούν εξαίρεση». Κατά κανόνα οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν και ζουν σε άλλους, μη δυτικούς πολιτισμούς. Είναι δε εσφαλμένο να πιστεύει κανείς ότι η ανθρωπολογία ασχολείται με παρωχημένα θέματα επειδή ερευνά προβιομηχανικούς πολιτισμούς ή κοινότητες υπό εξαφάνιση.
Μελετώντας τις μη δυτικές κοινωνίες οι ανθρωπολόγοι έχουν συλλέξει στοιχεία ακόμη και για ζητήματα που ανέκυψαν στον δυτικό κόσμο κατά τη μεταμοντέρνα εποχή, λ.χ. ποιοι αναγνωρίζονται ως γονείς τέκνου που προέκυψε από τεχνητή αναπαραγωγή. Αυτού του είδους η αναπαραγωγή είναι πρόσφατο δυτικό επίτευγμα, αλλά οι ανθρωπολόγοι έχουν καταγράψει ποικιλία λύσεων σε παρόμοιο θέμα με αφορμή τους θεσμούς παρένθετης μητρότητας και πολυγαμίας σε αφρικανικές φυλές, κοινότητες Ινδιάνων της Βραζιλίας και χωριά του Θιβέτ.
Ο «τρίτος ουμανισμός»
Η ανθρωπολογία κατά τον Λεβί-Στρος συνιστά τον «τρίτο ουμανισμό». Ο πρώτος, ο «κλασικός» ουμανισμός της Αναγέννησης, περιοριζόταν στον μεσογειακό κόσμο και στην προνομιούχα τάξη, τη μοναδική που απολάμβανε τους καρπούς της. Ο δεύτερος, ο «αστικός» ουμανισμός του 19ου αιώνα, ήταν συνυφασμένος με εμπορικά και βιομηχανικά συμφέροντα που τον υποστήριξαν. Η ανθρωπολογία σηματοδοτεί την έλευση ενός τρίτου ουμανισμού ο οποίος εμπνέεται από τις «πλέον ταπεινές και επί μακρόν απαξιωμένες κοινωνίες, διακηρύσσει ότι τίποτε το ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να είναι ξένο προς τον άνθρωπο. Θεμελιώνει έτσι έναν δημοκρατικό ουμανισμό [και] κάνει έκκληση για συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση στο πλαίσιο ενός γενικευμένου ουμανισμού».
Σημαντική συνέπεια του «γενικευμένου ουμανισμού» είναι η ανάσχεση του παραγωγισμού. Αυτή είναι η ιδεολογία τής όσο το δυνατόν εκτενέστερης και αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων στην οποία συνέπιπταν οι μεγάλοι ιδεολογικοί αντίπαλοι, ο καπιταλισμός και ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Ο Λεβί-Στρος υπογραμμίζει τις καταστρεπτικές για την τύχη της ανθρωπότητας συνέπειες του παραγωγισμού και τις αναδεικνύει εξίσου με τις βλαβερές συνέπειες της ομογενοποίησης των τρόπων ζωής σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ουμανισμός είναι αντίθετος προς την περιστολή της ποικιλομορφίας των πολιτισμών, αποτέλεσμα του εκδυτικισμού όλο και περισσότερων κοινωνιών.
Επιχειρήματα μιας «αθώας» εποχής
Η εύλογη ανησυχία του Λεβί-Στρος για την εξαφάνιση της βιοποικιλότητας του κοινωνικού κόσμου τον οδηγεί σε έναν αναμενόμενο αλλά προβληματικό πολιτισμικό σχετικισμό υπέρ του οποίου προβάλλει τρία επιχειρήματα. Πρώτον, δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητη πρόοδος της ανθρωπότητας με βάση την οποία θα κρίνουμε ποιες κοινωνίες δεν έχουν προοδεύσει αρκετά. Η πρόοδος δεν αποκλείει «κατά τόπους τη στασιμότητα ή και την οπισθοδρόμηση».
Δεύτερον, ο ανθρωπολόγος, μελετώντας τις προβιομηχανικές κοινωνίες, «δεν είναι σε θέση να εξάγει κριτήρια που να επιτρέπουν να τις ταξινομήσει όλες σε μια κοινή κλίμακα». Και τρίτον, τα ηθικά κριτήρια δεν είναι άχρονα και υπερτόπια, αλλά «συνιστούν μια λειτουργία της συγκεκριμένης κοινωνίας που τα έχει υιοθετήσει».
Τα επιχειρήματα αυτά αντανακλούν τη συγκριτικά «αθώα» εποχή κατά την οποία γράφτηκε το βιβλίο. (Ο Λεβί-Στρος συνέγραψε τα τρία κεφάλαια το 1986, προκειμένου να δώσει σειρά γενικών διαλέξεων για την ανθρωπολογία στην Ιαπωνία.) Σήμερα τη σκυτάλη του σχετικού προβληματισμού έχει πάρει η σύγχρονη πολιτική θεωρία, αφού δεν καλούμαστε να κρίνουμε ή να μην κρίνουμε τις άλλες κοινωνίες εξ αποστάσεως, αλλά να ζήσουμε μαζί με αυτές. Αλλες, πολύ διαφορετικές από τη δική μας κοινωνίες, ήδη έχουν εγκατασταθεί σε μικρογραφία, με τη μορφή εθνοτικών ή θρησκευτικών «κοινοτήτων», μέσα στις πολυπολιτιστικές κοινωνίες μας.
Ο πολιτιστικός σχετικισμός δεν απαντά σε ακανθώδη ερωτήματα που πολώνουν τους φιλελεύθερους και τους κοινοτιστές πολιτικούς στοχαστές, όπως το αν επιτρέπεται «κοινοτικά δικαιώματα», στηριγμένα σε ιδιαίτερες παραδόσεις σχετικά με τον γάμο, την κληρονομιά και την κοινωνική θέση των γυναικών να περιορίζουν τα δικαιώματα του ατόμου. Επ' αυτού ο ουμανισμός του Λεβί-Στρος ίσως βρισκόταν σε δίλημμα. Το βιβλίο έτυχε πολύ καλής μετάφρασης, ενώ συνοδεύεται από βιογραφικό και εργογραφία του συγγραφέα.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
|