«Πρέπει πρώτα να επιζήσουμε και μετά... βλέπουμε». Το δόγμα των ημερών μας διαχέεται παντού ψιθυριστά ή φωναχτά. Εισδύει σε γραφεία, σε σπίτια, σε μαγαζιά, ακόμη κι εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μια ειδική –ποια όμως;– μόνωση για να το εμποδίζει: στα σχολεία. Κι όμως, εισβάλλει κι εκεί. Πώς μπορεί κανείς να σταματήσει τον αέρα μιας κοινωνίας να περνάει από τις χαραμάδες στις πόρτες και στα παράθυρα και πώς μπορεί να βάλει φίλτρο στα μυαλά για να τα προστατέψει, αν ο αέρας αυτός μυρίζει κάτι ανεπανόρθωτα μολυσμένο; Γιατί όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το να λες ότι υπάρχει μεγάλη αξία στο να επιζείς δεν είναι καθόλου υγιεινό.
Το ξέρω πως ειδικά σήμερα δυσκολευόμαστε πολύ να διακρίνουμε τι υπάρχει πίσω απ’ αυτά που μας πιέζουν επιτακτικά. Πιεζόμαστε να ενεργήσουμε γρήγορα για να αποτρέψουμε τα χειρότερα. Είναι ανάγκη να περιμαζέψουμε ό,τι μας έμεινε, να κάνουμε γρήγορους υπολογισμούς, να σφίξουμε τα δόντια, να μην πνιγούμε μέσα στην ίδια μας την αγανάκτηση. Ολα αυτά είναι ενέργειες που επιβάλλεται να γίνουν. Αλλά φανταστείτε: Θα ήταν αρκετοί αυτοί οι κανόνες για να στοιχειοθετήσουν ένα οδηγό και για τους νεότερους; Ας το θέσουμε διαφορετικά. Εάν σήμερα, στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, η ηγεσία της χώρας έκρινε πως θα ήταν χρήσιμο να διδαχθεί στα σχολεία ένα μάθημα εκτάκτου ανάγκης, αυτό το μάθημα τι θα περιελάμβανε; Ας το ονομάσουμε «Αγωγή στην αυτοδιάσωση» (η «Αγωγή του Πολίτου» έτσι κι αλλιώς είναι ήδη παρελθόν).
Στο μάθημα, λοιπόν, αυτό θα μπορούσαμε κατ’ αρχήν να εντάξουμε γνώσεις, τεχνικές και μεθόδους που να ενισχύουν στους μαθητές την ικανότητά τους να τα βγάζουν πέρα σε συνθήκες τραχειές και απρόοπτες. Θα διδάσκονταν η αυτοσυγκέντρωση, η αυτοπειθαρχία, η εξοικονόμηση δυνάμεων. Θα συμπληρωνόταν το πρόγραμμα με ασκήσεις σωματικές, που θα ήταν κάτι πιο δραστικό και «επιχειρησιακό» από τη συνηθισμένη γυμναστική.
Υποτίθεται ότι τα παιδιά θα αποκτούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τέτοια εφόδια, που θα τα έκαναν πραγματικά στρατιωτάκια, όχι για έναν πόλεμο πραγματικό ούτε όμως και για μια πραγματική ειρήνη. Θα ήταν ανήλικοι στρατευμένοι στη διατήρηση της «ζωής». Το παιδί που θα προχωρούσε καλά στις σπουδές του θα ήταν εκείνο που θα αποδείκνυε ότι έχει καλά ανακλαστικά, ότι δεν αιφνιδιάζεται και ότι ξέρει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Στο τέλος οι άριστοι θα ελάμβαναν και τη σχετική διάκριση: «Οι καλύτεροι νέοι επιζώντες».
Πιστεύετε ότι εκεί θα τελείωνε η υπόθεση; Πιστεύετε, πραγματικά, ότι η διδασκαλία ενός τέτοιου μαθήματος θα κυλούσε ομαλά και ότι τα παιδιά θα αφομοίωναν ήσυχα όλα τα κόλπα και τις πανουργίες μιας συνείδησης –της συνείδησης των μεγαλυτέρων– που στο κέντρο της δεν έχει παρά τον φόβο για την ύπαρξη; Γιατί, πράγματι, μπορεί μεν τα παιδιά να διδάσκονταν πώς θα αποκτήσουν προσαρμοστικές δεξιότητες, αλλά το πνεύμα της διδασκαλίας δεν θα έπαυε να είναι ένα πνεύμα μικροψυχίας. Θα μίκραινε τη ζωή στις διαστάσεις ενός βιολογικού γεγονότος: «Ζω, εφ’ όσον αναπνέω ακόμη»».
Ας μη νομίσουμε ότι ένα παιδί είναι ανίκανο να διαμαρτυρηθεί απέναντι σ’ ένα τέτοιο υποβιβασμό. Στην πραγματικότητα, το πιο πιθανό είναι η ενστικτώδης λογική του να αντιδράσει σε κάποια φάση αυτής της εκγύμνασης. Και τότε, ο δάσκαλος θα ακούσει να του απευθύνεται το πιο δύσκολο ερώτημα: «Δηλαδή, κύριε, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα για να επιζήσουμε;». Φαίνεται πως σε εποχές κρίσης τα ηθικά ζητήματα μόνο από τους ανήλικους μπορούν αν τεθούν. Κι εδώ, πραγματικά, το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν αυτά που είναι ανάγκη να γίνουν (ώστε να αποτρέψει ένας άνθρωπος τον φυσικό αφανισμό του) προηγούνται εκείνων που πρέπει να γίνουν (ώστε ένας άνθρωπος να παραμείνει άνθρωπος).
Αμφισβήτηση
Το παιδί ουσιαστικά ρωτάει αν έχει τόση αξία το να επιπλέει κάποιος ώστε να θυσιάζονται όλα τ’ άλλα σ’ αυτό. Πέρα απ’ αυτό, όμως, με το ερώτημά του ήδη αμφισβητεί το κυρίαρχο δόγμα: ότι μόλις τακτοποιηθεί το πρόβλημα που αφορά το φαγητό, την ένδυση και τη στέγαση, μόλις αρχίσει να χορταίνει και να ζεσταίνεται κανείς, μόνον τότε του επιτρέπεται να σκεφτεί αν η τροφή, το ρούχο, το σπίτι είναι μέσα για κάποιο σκοπό και ποιος θα ήταν αυτός ο σκοπός και τι θα μπορούσε να κάνει κάποιος χορτάτος εκτός από το να είναι χορτάτος και ακόμη, εφ’ όσον είναι χορτάτος εκείνος και νηστικοί κάποιοι άλλοι, αν θα νιώσει ή δεν θα νιώσει ένα νέο άδειασμα μέσα του.
Ισως σε μερικά βιβλία που πιθανόν το παιδί να διαβάσει αργότερα βρει ότι αυτό το άδειασμα το λένε «ενοχή» και ότι ένας από τους τρόπους να αποφύγει κανείς τις ενοχές είναι ακριβώς να φωνάζει πως τον ανάγκασαν τα πράγματα να αρπάζεται έτσι από τον εαυτό του, από αυτόν και μόνο, και να ’ναι κουφός και τυφλός για οποιονδήποτε άλλον. Οι επιζώντες, επομένως, είναι αυτοί που διαλέγουν να μένουν κατάμονοι.
Το σχολικό μάθημα δεν μπορεί παρά να καταλήξει εκεί. Αυτό είναι το συμπέρασμα, αυτή είναι η υπόδειξη. Τα παιδιά στην αρχή θα αντιδράσουν (σε κανένα παιδί δεν αρέσει να του λένε να κλειστεί στο καβούκι του, να ξεμυτάει πότε πότε και να τρώει ψίχουλα όπου τα βρίσκει και να μην εμπιστεύεται κανένα ούτε καν για να παίξει μαζί του), μοιραία όμως εάν επιμένουν οι πρεσβύτεροι, οι μικρότεροι θα υποταχθούν. Μια-δυο γενιές θα χαθούν έτσι. Θα ζήσουν μόνο για τη συγκίνηση που δίνει το «γλιτώνω». Δεν θα προλαβαίνουν καν να μπαίνουν στον πειρασμό να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους, γιατί οι κίνδυνοι θα τους φοβίζουν πολύ περισσότερο από το να τους προκαλούν και θα αποσύρονται έτσι από το πεδίο της μόνης μάχης που διεγείρει εις βάθος: να διακινδυνεύεις για κάτι που είναι ανώτερο από σένα τον ίδιο.
Μικροαψιμαχίες
Αυτές οι γενιές θα ζήσουν και θα πεθάνουν μέσα σε μικροαψιμαχίες. Θα τις κυνηγούν ο φθόνος, η ανησυχία, οι δανειστές τους και η ανταμοιβή τους θα είναι τόσο φευγαλέα –μια αίσθηση ότι εκεί που οι άλλοι κατέρρευσαν, εγώ στέκομαι ακόμη στα πόδια μου– ώστε να νιώθουν συχνά πως είναι τα θύματα ενός αόρατου παγκόσμιου σαδιστή• υποπτεύονται πως το σύμπαν σαρκάζει παίρνοντάς τους πίσω ότι τους δίνει.
Θα χρειαστεί να έλθουν άλλες γενιές για να βάλουν τέλος σ’ αυτόν τον ξεπεσμό. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τελικά θα εμφανιστούν οι επιθυμητοί αναμορφωτές. Αν έρθουν, όμως, η παλιά εκπαίδευση για την προφύλαξη απέναντι στους κινδύνους θα αποτελεί γι’ αυτούς μια λύση ανυπόφορα πρόχειρη και μαζί δουλική. Αμεση επιταγή η αντικατάστασή της. Αντί γι’ αυτήν θα επιλεγεί τότε η αγωγή στη γενναιοψυχία. Ενα νέο πρόγραμμα θα καταρτιστεί που θα συνοδεύεται από μια νέα μέθοδο. Στο πρώτο κεφάλαιο του εγχειριδίου ο μαθητής θα διαβάζει μερικές βασικές προτάσεις: «Η γενναιοψυχία είναι γενναιοδωρία και η γενναιοδωρία αυτοεπιβεβαίωση. Οποιος δίνει, παίρνει δύναμη. Οποιος δίνει, επαυξάνει τη ζωή του. Δίνω σημαίνει ότι έχω αυτό που νόμιζα πως δεν έχω για να δώσω». Από εκεί κι έπειτα θα αρχίζει η συζήτηση μέσα στην τάξη. Κι ύστερα η τάξη ολόκληρη θα ρίχνεται στη δράση. Μια δράση που θα κάνει τη χώρα να αρχίσει να ζει, να ζει πέρα από το να διατηρείται απλώς ζωντανή.
*Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Παν/μιο Αθηνών.
|