|
Ιδιωτικές αμαρτίες, δημόσιες αρετές |
Πέτρος Παπακωνσταντίνου (Καθημερινή) |
|
|
Ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος ανέβηκε στην εξουσία το 2000 με σημαία τον «συμπονετικό συντηρητισμό». Ο νεολογισμός συνόψιζε τη συμμαχία του νεοφιλελευθερισμού (σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές υπέρ των πλουσίων την ώρα που διαλύονταν τα τελευταία υπολείμματα κοινωνικού κράτους) με τις χριστιανικές οργανώσεις, στις φιλανθρωπικές δραστηριότητες των οποίων οι Ρεπουμπλικανοί αναζητούσαν καταπραϋντικά των κοινωνικών αντιθέσεων. Σύντομα, πολλοί Αμερικανοί, κατεστραμμένοι από τον τυφώνα «Κατρίνα» ή από τις «πυραμίδες» της Γουόλ Στριτ, και ακόμη περισσότεροι Ιρακινοί διαπίστωσαν τα όρια αυτού του ιδιόρρυθμου ανθρωπισμού.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων προκάλεσε νέα έκρηξη συμπόνιας. Αυτή τη φορά, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν όχι οι έμπειρες Εκκλησίες, αλλά κάποιοι όψιμοι αλτρουιστές: Ο πολύς Γκέιτς, ιδρυτής της Microsoft, επένδυσε 13 δισ. δολάρια σε πρωτοβουλίες για τη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση παιδιών σε όλο τον κόσμο. Γενναία συνεισφορά στο Ιδρυμα Μπιλ και Μπελίντα Γκέιτς είχε και ο πιο πετυχημένος χρηματιστής της Γουόλ Στριτ, Γουόρεν Μπάφετ. Από κοντά κι ο συνιδρυτής του ομίλου Carlyle, Γουίλιαμ Κόνγουεϊ, δώρισε 1 δισ. δολάρια για την πραγματοποίηση έργων υποδομής σε υποβαθμισμένες περιοχές. Σύμφωνα με τους New York Times, το συνολικό ποσό που διατίθεται σε ετήσια βάση από την ιδιωτική φιλανθρωπία τριπλασιάστηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια.
«Επίχρυση Εποχή»
Παρόμοιες ημέρες δόξας είχε γνωρίσει η φιλανθρωπία στην Αμερική της «Επίχρυσης Εποχής», στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ηταν χρόνια πυρετικής οικονομικής ανάπτυξης και εκρηκτικών κοινωνικών ανισοτήτων, που κάποτε έπαιρναν μορφές βιομηχανικού εμφυλίου πολέμου. Οι ήρωες της εποχής -Ροκφέλερ, Μόργκαν, Κάρνεγκι, Μέλον, Βάντερμπιλτ κ. ά. - πέρασαν στη λαϊκή γλώσσα ως «Βαρώνοι της Ληστείας». Οι ίδιοι άνθρωποι υπήρξαν πρωταθλητές της φιλανθρωπίας, ιδρυτές μεγάλων μη κερδοσκοπικών ιοδρυμάτων που ζουν και βασιλεύουν μέχρι σήμερα. Αίφνης, ο τραπεζίτης (και τρις υπουργός Οικονομικών) Αντριου Μέλον, μέγας ευεργέτης της Εθνικής Πινακοθήκης, διώχθηκε από τον πρόεδρο Ρούζβελτ ως «κακοποιός του εθνικού πλούτου». Οσο για τον Αντριου Κάρνεγκι, έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου παραβιάζοντας το οκτάωρο, υποχρεώνοντας τους χαλυβουργούς να δουλεύουν μέχρι και 12 ώρες τη μέρα, διαλύοντας τα συνδικάτα και εξαπολύοντας εναντίον τους την ιδιωτική αστυνομία του Πίνκερτον, με αποκορύφωμα το μακελειό του Πίτσμπουργκ, το 1892. Αργότερα, έφτιαξε 1.800 βιβλιοθήκες και δώρισε μεγάλα ποσά για την προώθηση της επιστημονικής έρευνας.
Η δεύτερη «Επίχρυση Εποχή», που ξεκίνησε με την άνοδο του Ρόναλντ Ρίγκαν, δημιούργησε τους δικούς της νεόπλουτους, τους δικούς της νεόπτωχους και τους δικούς της φιλανθρώπους. Μεγαλοεπιχειρηματίες που απολαμβάνουν προκλητικών φοροαπαλλαγών σε βάρος των δημοσίων οικονομικών και χρησιμοποιούν την πολιτική τους επιρροή για να επιταχύνουν την αποδόμηση των κοινωνικών υπηρεσιών, έρχονται στη συνέχεια να καλύψουν κάποιες τρύπες με φιλανθρωπικές εισφορές. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο θεαματικές χειρονομίες του ιδιωτικού τομέα είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα μεγάλης κλίμακας κοινωνικά προγράαμματα, που μόνο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή οι πολιτείες μπορούν να καλύψουν. Για παράδειγμα, Γκέιτς και Μπάφετ προσφέρουν αθροιστικά κάθε χρόνο 3,5 δισ. δολάρια, τη στιγμή που μόνο ο σχολικός προϋπολογισμός της πόλης της Νέας Υόρκης φτάνει τα 17 δισ.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Μπάφετ, ο οποίος παρουσιάζεται ως φωτισμένος επιχειρηματίας, υπέρμαχος της αυστηρότερης φορολόγησης των πλουσίων - δήλωσε μάλιστα ότι ντρέπεται που πληρώνει λιγότερο, αναλογικά, φόρο από τη γραμματέα του. Εκείνο που αποσιώπησε είναι ότι η μείωση του φορολογικού του συντελεστή από 35% σε 15% γίνεται κάθε χρόνο δυνατή με τη βοήθεια των απαλλαγών που του εξασφαλίζουν οι φιλανθρωπικές δωρεές. Ανάλογη είναι η περίπτωση του πλουσιότερου ροκ σταρ όλων των εποχών, του Μπόνο. Προτού θησαυρίσει από τις επενδύσεις του στο Facebook, ο μεγάλος φιλάνθρωπος είχε φροντίσει να μεταφέρει την έδρα του συγκροτήματός του, των U2, σε φορολογικό παράδεισο της Ολλανδίας για να μην πληρώνει φόρους στη σκληρά δοκιμαζόμενη από την οικονομική κρίση πατρίδα του, την Ιρλανδία.
Αθικτες οι αιτίες
Είναι λοιπόν προτιμότερος ο κυνισμός του «ζήσε τη ζωή σου κι άσε τους άλλους να πεθάνουν»; Δεν είναι καλό να σωθούν, έστω όσοι μπορούν να σωθούν, χάρη στον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη ορισμένων; Ασφαλώς, μόνο που μια ορισμένη φιλανθρωπία δεν είναι συνώνυμο της κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά το αντίθετό της. Απαλλοτριώνει το δημόσιο αγαθό, απαλλάσσει το κράτος από κάθε ευθύνη για τους αδύνατους, ενοχοποιεί τους φτωχούς για τη μοίρα τους και τους κλέβει την ίδια τους την αξιοπρέπεια, καθώς πρώτα τους αφαιρεί τα κοινωνικά δικαιώματα και μετά τους «ευεργετεί» με την ελεημοσύνη. Σε αντίθεση με την κοινωνική αλληλεγγύη που έχει ενεργά υποκείμενα, στόχους και εχθρούς, η φιλανθρωπία - ελεημοσύνη ασχολείται μόνο με τα συμπτώματα, αφήνοντας άθικτες της αιτίες, απαράλλακτους τους κανόνες του παιχνιδιού και τελικά αναπαράγει τη φτώχεια, αντί να την αντιμετωπίζει.
Στον «Καλό Ανθρωπο του Σετσουάν», θεατρικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τρεις θεοί έρχονται να επιθεωρήσουν την κινεζική επαρχία για να ελέγξουν αν ο κόσμος είναι ακόμη καλός. Αναγνωρίζουν την καλοσύνη στο πρόσωπο της νεαρής πόρνης Σεν Τε, η οποία, ωστόσο, σύντομα θα καταστραφεί από την αθεράπευτη αθλιότητα του κοινωνικού της περίγυρου. Για να επιβιώσει, θα αναγκαστεί να επινοήσει έναν δεύτερο εαυτό, τον κυνικό «εξάδελφο» Σούι Τα, σκληρότατο υπερασπιστή των συμφερόντων της. Ο, τι καλό κάνει σαν Σεν, το καταστρέφει σαν Σούι. Οι θεοί επιστρέφουν στα ουράνια υμνώντας τον καλό άνθρωπο του Σετσουάν, έχοντας πείσει τον εαυτό τους ότι όσο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι δεν συντρέχει λόγος να αλλάξει ο κόσμος. Για την ιστορία, η αρχική επιλογή τίτλου από τον Μπρεχτ ήταν: «Η αγάπη ως εμπόρευμα»...
Ιnfo
- Σλάβοϊ Ζίζεκ, «Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα», Scripta, 2011, μτφ. Νεκτάριος Καλαϊτζής.
- Thierry Pech, Marc-Olivier Padis, «Les multinationales du coeur», Le Seuil, 2004.
- Arundhati Roy, «Capitalism: A Ghost Story», Outlook India, 20/3/2012.
- Jane Mayer, «Covert Operations», The New Yorker, 30/8/2010. |
|