ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΕΡΖΑΚΗ
 
Επικοινωνία
Χρήμα και ευτυχία
Νίκος Xρυσολωράς (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

Μέχρι πρόσφατα, όταν οι οικονομολόγοι αναφέρονταν στην «ανάπτυξη» και την «ευημερία» μιας χώρας, συνήθως εννοούσαν το απόλυτο μέγεθος, αλλά και τις ετήσιες μεταβολές στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), δηλαδή στη συνολική αποτίμηση των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στην επικράτειά της. Ωστόσο, όλο και περισσότεροι ακαδημαϊκοί, επιστήμονες, αλλά και πολιτικοί, επισημαίνουν ότι τελικά το ΑΕΠ, η μέτρηση δηλαδή του υλικού πλούτου, είναι μεν χρήσιμο, αλλά όχι επαρκές εργαλείο για την εκτίμηση της ευημερίας τόσο των κρατών όσο και των πολιτών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής στάσης είναι η εντολή που έδωσε, το 2010, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον στη Στατιστική Υπηρεσία της χώρας του για την εξεύρεση τρόπων μέτρησης της συλλογικής και ατομικής ευημερίας, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες πέρα από το ΑΕΠ.

Πώς όμως μπορούμε να μετρήσουμε την ευημερία; Μια προφανής απάντηση είναι να ρωτήσουμε τους ίδιους τους πολίτες αν είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Η αρχή έγινε από το ορεινό βασίλειο του Μπουτάν, το οποίο, το 2011, ανέλαβε πρωτοβουλία για την υιοθέτηση ψηφίσματος από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που ζητούσε από τους ηγέτες των κρατών–μελών του Οργανισμού να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην προώθηση της ευτυχίας των πολιτών τους. Το επιχείρημα του Μπουτάν είναι γνωστό: «Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία».

Τα παράδοξα

Πράγματι, μεγάλες στατιστικές έρευνες φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πλούτος συναρτάται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται με την ευτυχία. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η δημοσκόπηση που διεξήγαγε η εταιρεία Ipsos σε δείγμα 19.000 ατόμων από 24 κράτη, με ερώτημα αν νιώθουν «πολύ» «αρκετά», «όχι και τόσο» ή «καθόλου» ευτυχισμένοι. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας σε πρόσφατο άρθρο του, το βρετανικό περιοδικό Economist υπογραμμίζει το παράδοξο ότι εκείνοι που απάντησαν ότι είναι «πολύ» ή «αρκετά» ευτυχείς είναι περισσότεροι σήμερα (77%) απ’ ό,τι ήταν στην αντίστοιχη έρευνα του 2007 (74%), πριν δηλαδή ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση. Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι η χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά «πολύ» ευτυχισμένων ανθρώπων είναι η Ινδονησία, το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της οποίας είναι μόλις 4.700 δολάρια τον χρόνο. Ακολουθούν η Ινδία, το Μεξικό και η Βραζιλία, χώρες επίσης αναπτυσσόμενες. Αντιθέτως, πολύ λιγότερο ευτυχισμένοι εμφανίζονται οι Ευρωπαίοι.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πλούτος και ευτυχία δεν έχουν καμία σχέση. Φαίνεται όμως ότι οι κάτοικοι των αναδυόμενων οικονομικών υπερδυνάμεων είναι πιο ευτυχισμένοι, ίσως επειδή αναμένουν ότι οι συνθήκες ζωής τους θα καλυτερέψουν. Αντίθετα, πιο μελαγχολικοί είναι οι πολίτες των κρατών όπου οι οικονομίες βρίσκονται σε στασιμότητα, ή ακόμη και σε παρακμή, όπως στην Ευρώπη.

Επιπλέον, ανάλογες έρευνες στο παρελθόν έχουν δείξει ότι πράγματι η ευτυχία και η ικανοποίηση από τη ζωή αυξάνονται ανάλογα με το ΑΕΠ, αλλά μέχρις ενός σημείου, το οποίο προσδιορίζεται περίπου στα 25.000 δολάρια κατά κεφαλήν ετησίου εισοδήματος (περίπου 18.500 ευρώ, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης). Από εκεί και πέρα, η αύξηση του πλούτου ελάχιστα επηρεάζει την ατομική ευτυχία.

Υποκειμενικά κριτήρια

Ενα σημαντικό πρόβλημα, πάντως, με τις έρευνες αυτού του τύπου είναι ότι επειδή το ερώτημα σε κάθε μία τους διατυπώνεται διαφορετικά, είναι δύσκολο να γίνουν αξιόπιστες συγκρίσεις μεταξύ τους και να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν τα αποτελέσματα. Ετσι, για παράδειγμα, στην «Παγκόσμια Ερευνα για την Ευημερία», που διεξήγαγε η εταιρεία Gallup το 2010, το ερώτημα που τέθηκε ήταν «Πώς βλέπετε τις τωρινές και μελλοντικές προοπτικές της ζωής σας», ενώ ζητήθηκε και η αξιολόγηση της καθημερινότητας σε κλίμακα 1 έως 10. Ολες τις πρώτες θέσεις κατέλαβαν οι Σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία), ακολουθούμενες από την Ολλανδία και την Κόστα Ρίκα, τη μοναδική χώρα με σχετικά χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα στην πρώτη δεκάδα. Η Ελλάδα κατέλαβε την 51η θέση επί 155 χωρών συνολικά.

Λόγω των προαναφερθεισών δυσκολιών στην «υποκειμενική» μέτρηση της «ευτυχίας», πολλοί φορείς και οργανισμοί εισήγαγαν και αντικειμενικά κριτήρια στην αξιολόγηση της ατομικής και συλλογικής «ευημερίας». Για παράδειγμα, το βρετανικό ερευνητικό κέντρο ΝΕF (New Economics Foundation) προσμετρά το προσδόκιμο επιβίωσης, την προσωπική ευτυχία (όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έρευνα της Gallup) και το «οικολογικό αποτύπωμα», για να αξιολογήσει την ευημερία του κάθε κράτους. Το ΑΕΠ δεν υπολογίζεται καθόλου, εξ ου και η Κόστα Ρίκα κατέλαβε και πάλι την πρώτη θέση. Η Ελλάδα κατατάσσεται πολύ χαμηλά (91η θέση), κυρίως λόγω της πολύ χαμηλής βαθμολογίας που λαμβάνει στο «οικολογικό αποτύπωμα», δηλαδή στους φυσικούς πόρους που καταναλώνει κατά μέσον όρο ο κάθε πολίτης της ετησίως.

Αντικειμενικά κριτήρια (όπως η ιδιοκατοίκηση, η υγεία, η καλή διακυβέρνηση, η ασφάλεια κ.λπ.) στη μέτρηση της ευημερίας εισάγει και η κλίμακα που χρησιμοποιεί ο ΟΟΣΑ. Με βάση τα στοιχεία του 2008, η Ελλάδα βρισκόταν περίπου στον μέσο όρο των κρατών του Οργανισμού, ως προς την ευημερία της.

Από το ΑΕΠ στην «Ακαθάριστη Εθνική Ευημερία»

Το ερώτημα αν ο πλούτος φέρνει την ευτυχία, θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιστραφεί. Σύμφωνα με σχετική έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που παρουσιάστηκε φέτος στην ετήσια συνάντηση του Νταβός, η ικανοποίηση από τη ζωή και τις εργασιακές συνθήκες, η προσωπική ευτυχία και η θετική πορεία δεικτών ευημερίας πέραν του ΑΕΠ (όπως είναι, για παράδειγμα, το περιβάλλον, η υγεία και η εκπαίδευση) συμβάλλουν καθοριστικά στην αύξηση της παραγωγής πλούτου. «Η παραγωγικότητα των εργαζομένων αυξάνεται και οι εταιρείες που φροντίζουν για την ευημερία των εργαζομένων τους παρουσιάζουν αυξημένη κερδοφορία. Επίσης, οι ικανοποιημένοι πολίτες συνδράμουν στη συλλογική ευημερία των κοινωνιών τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Το ερώτημα βέβαια, ιδιαίτερα για μια χώρα όπως η Ελλάδα, είναι πώς είναι δυνατόν να αυξηθεί η ευημερία, τη στιγμή που το ΑΕΠ μειώνεται και μάλιστα επί πέντε συνεχή χρόνια. Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι η ευημερία δεν είναι πάντοτε θέμα χρημάτων. Το παράδειγμα της υστέρησης της χώρας μας στην εξοικονόμηση φυσικών πόρων, που ανέδειξε η έκθεση του New Economics Foundation, είναι χαρακτηριστικό. Αποτέλεσμα αυτής της κατασπατάλησης είναι η σημαντική επιβάρυνση του περιβάλλοντος και συνεπώς της ποιότητας της ζωής μας. Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι οι Ελληνες στα αστικά κέντρα της χώρας αναπνέουν –κατά μέσον όρο– αέρα με 32 μικρογραμμάρια τοξικών μικροσωματιδίων ανά κυβικό μέτρο, τη στιγμή που ο μέσος όρος στα κράτη–μέλη του Οργανισμού είναι 22 μικρογραμμάρια. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα, και πιο θανατηφόρα, ποσοστά παγκοσμίως.

Το γεγονός ότι η ευημερία δεν είναι πάντα θέμα χρημάτων αποδεικνύεται και από τον αριθμό των δασκάλων και ιατρών ανά κάτοικο στην Ελλάδα, που είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο, όπως άλλωστε και οι δαπάνες υγείας, κάτι όμως που δεν αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Στα μαθησιακά τεστ PISA του ΟΟΣΑ, φερ’ ειπείν, τα Ελληνόπουλα λαμβάνουν βαθμολογίες κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (483 στα 600, έναντι 493 στα 600 που είναι ο μέσος όρος), γεγονός ενδεικτικό της κακοδιαχείρισης των διαθέσιμων ανθρώπινων και υλικών πόρων. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν, επίσης, ότι μόλις το 61% των ενηλίκων 25 έως 64 ετών στην Ελλάδα έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (μ.ο. ΟΟΣΑ 73%).

Η σπατάλη, η κακοδιαχείριση, η αναποτελεσματικότητα, η υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος πλήττουν το κύρος των θεσμών στη χώρα μας (σύμφωνα πάντα με τον ΟΟΣΑ, μόλις 44% των Ελλήνων δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τους θεσμούς), ανατροφοδοτούν φαινόμενα φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, καλλιεργούν σχέσεις δυσπιστίας ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος και τελικά υποβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής και τη συλλογική ευημερία. Ετσι, ακόμη και το 2008, όταν η οικονομική κρίση δεν είχε ακόμη δείξει τα δόντια της, μόνο το 43% των Ελλήνων δήλωναν ότι είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους γενικά (έναντι 54% που ήταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ).

Τέλος, ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της σχετικής έρευνας ήταν ότι κοινωνικός ιστός δεν λειτουργούσε στην Ελλάδα ακόμη και προ κρίσης. Η χώρα μας είχε το μικρότερο ποσοστό ανθρώπων που δήλωναν ότι βοήθησαν κάποτε στη ζωή τους κάποιον άγνωστο από όλα σχεδόν τα κράτη–μέλη του ΟΟΣΑ, στοιχείο ενδεικτικό των προνεωτερικών δομών που επιβιώνουν στην κοινωνία μας: η αλληλεγγύη και η αίσθηση του καθήκοντος, δηλαδή, δεν έχουν ως αποδέκτες την «κοινωνία» ή τον απρόσωπο συμπολίτη, αλλά κυρίως τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, της συντεχνίας, του άμεσα φιλικού περιβάλλοντος, ή έστω της τοπικής κοινωνίας.

Ολα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι η κρίση και η ανεργία δεν επηρεάζουν καταλυτικά την προσωπική ευτυχία και την ευημερία μας και ότι δεν είναι άμεσα αναγκαία η οικονομική ανάταξη. Ωστόσο, ακόμη και η φτώχεια θα ήταν περισσότερο υποφερτή ίσως, αν ζούσαμε σε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, αν οι έστω περιορισμένοι πόροι που διαθέτουμε χρησιμοποιούνταν πιο αποτελεσματικά, αν οι θεσμοί λειτουργούσαν, αν το αστικό περιβάλλον δεν είχε υποστεί τέτοια κακοποίηση, αν η αίσθηση του κοινωνικού και πολιτικού καθήκοντος ήταν πιο ανεπτυγμένη.

© 2007 - easyweb team